-
1 ψεύστης
A liar, cheat, Il.24.261;ἀνὴρ ψ. Hdt. 7.209
, cf. LXX Si.15.8: c. gen. rei, ὧν.. ψεῦσται φανούμεθα wherein we shall be found to be liars, S.Ant. 1195, cf. Arist.EN 1127b16, AP12.70 (Mel.), Phld.Herc.1457.12.2 Adj., = ψευδής, lying, false,ψ. λόγος Pi.N.5.29
; ψεύστης δ' οτος ἔπεστι λίθος, of a cenotaph, AP7.273 (Leon.); τὸν ψεύσταν δέ με τύμβον.. θέντο· τί θαῦμα; Κρῆτες ὅπου ψεῦσται, καὶ Διός ἐστι τάφος ib. 275 (Gaet.), alluding to Κρῆτες ἀεὶ ψεῦσται, Epimenid. 1, which is cited by Call.Jov.8, Ep.Tit.1.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψεύστης
-
2 ψεῦσμα
II τοὺς ἐπὶ τῆς ῥινὸς φυομένους ἰόνθους Σικελιῶται ψεύσματα ἔλεγον Sch.Theoc. 12.24, cf. Kaibel CGFp.218.
См. также в других словарях:
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
ψεύτης — ο, θηλ. ψεύτρα / ψεύστης, θηλ. ψεύστρια, ΝΜΑ, θηλ. και ψεῡστις, εύστιδος, και ψεύστειρα Α άτομο που λέει ψέματα, που χρησιμοποιεί το ψέμα για να εξαπατήσει τους άλλους (α. «αποδείχθηκε ότι είναι ψεύτης» β. «...ἀεὶ ψεῡσται, κατὰ θηρία...», ΚΔ γ.… … Dictionary of Greek