-
1 ψευσιστυξ
-
2 ψευσίστυξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψευσίστυξ
-
3 ψευσίστυξ
ψευσί-στυξ, υγος, die Lüge, den Betrug hassend, Apollo -
4 ψευσίστυγα
ψευσίστυξhating falsehood: masc /fem acc sg
См. также в других словарях:
ψευσίστυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α άτομο που μισεί το ψέμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευσ τού ψεύδομαι (πρβλ. αόρ. ἐψευσάμην), σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος (βλ. λ. τέρπω) + στύξ «μίσος, αποστροφή» (βλ. λ. στυγῶ)] … Dictionary of Greek
ψευσίστυγα — ψευσίστυξ hating falsehood masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)