-
1 ψευδ-ορκία
ψευδ-ορκία, ἡ, das falsche Schwören, der Meineid, Schol. Lycophr. 932.
-
2 ψευδορκία
ψευδ-ορκία, ἡ, das falsche Schwören, der Meineid
См. также в других словарях:
πανορκία — ἡ, Α η ετοιμότητα για κάθε όρκο» το να ορκίζεται κανείς σε καθετί. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ορκία (< ορκος < ὅρκος), πρβλ. ψευδ ορκία] … Dictionary of Greek