-
1 ψευδαδελφος
-
2 ψευδάδελφος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ψευδάδελφος
-
3 ψευδάδελφος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ψευδάδελφος
-
4 ψευδάδελφος
лжебрат.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ψευδάδελφος
-
5 5569
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5569
См. также в других словарях:
ψευδάδελφος — ο, ΝΜΑ 1. άτομο που προσποιείται τον αδελφό κάποιου 2. (κατ επέκτ.) άτομο που παρουσιάζεται ως εν Χριστώ αδελφός, ως χριστιανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ἀδελφός] … Dictionary of Greek
ψευδαδέλφοις — ψευδάδελφος false brother masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδαδέλφου — ψευδάδελφος false brother masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδαδέλφους — ψευδάδελφος false brother masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδαδέλφων — ψευδάδελφος false brother masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδάδελφοι — ψευδάδελφος false brother masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)