-
1 ψευδό-φημος
ψευδό-φημος, von falscher Weissagung, Vorbedeutung, Soph. O. C. 1517.
-
2 ψευδόφημος
ψευδό-φημος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψευδόφημος
-
3 ψευδόφημος
ψευδό-φημος, von falscher Weissagung, Vorbedeutung -
4 ψευδοφημος
См. также в других словарях:
κακόφημος — η, ο (AM κακόφημος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει κακή φήμη, κακό όνομα, δυσφημισμένος («κακόφημη συνοικία») μσν. αρχ. αυτός που ηχεί κακώς, που φέρνει κακές ειδήσεις, δυσοίωνος αρχ. 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει γεμάτο στόμα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek