-
1 ψευδο-φανής
ψευδο-φανής, ές, mit falschem Lichte leuchtend; Stob. ecl. 1 p. 564; vgl. Anaxag. bei Plut. pl. phil. 2, 30.
-
2 ψευδοφανής
ψευδο-φανής, ές, u. ψευδο-φαής, ές, mit falschem Lichte leuchtend
См. также в других словарях:
ευδ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο ουσιαστικό ψεύδος*. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου, δηλαδή το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό (πρβλ. ψευδομάρτυρας, ψευδ ώνυμος) … Dictionary of Greek