Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ψευδοπροφήτης

См. также в других словарях:

  • ψευδοπροφήτης — false masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδοπροφήτης — ὁ, ΜΑ,και τ. θηλ. ψευδοπροφήτις, ήτιδος, Μ ψευτοπροφήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + προφήτης] …   Dictionary of Greek

  • ψευδοπροφῆτα — ψευδοπροφήτης false masc voc sg ψευδοπροφήτης false masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδοπροφητῶν — ψευδοπροφήτης false masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδοπροφῆται — ψευδοπροφήτης false masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδοπροφήταις — ψευδοπροφήτης false masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδοπροφήτην — ψευδοπροφήτης false masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδοπροφήτου — ψευδοπροφήτης false masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδοπροφήτῃ — ψευδοπροφήτης false masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδοπροφήτας — ψευδοπροφήτᾱς , ψευδοπροφήτης false masc acc pl ψευδοπροφήτᾱς , ψευδοπροφήτης false masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»