-
1 ψευδοπροφητης
-
2 ψευδοπροφήτης
ψευδοπροφήτηςfalse: masc nom sg -
3 ψευδοπροφήτης
ψευδοπροφήτης, ου, ὁ one who falsely claims to be a prophet of God or who prophesies falsely, false/bogus prophet (Zech 13:2; Jer 6:13 al.; TestJud; AscIs; Philo, Spec. Leg. 4, 51; Jos., Bell. 6, 285, Ant. 8, 236; 318; 10, 111; Just.. D. 7, 3; 69, 1; 82, 1; Zosimus: Hermet. IV p. 111, 2; Iren. 5, 28, 2 [Harv. II 401, 25f]; Orig., C. Cels. 3, 2, 15; Hippol., Ref. 9, 15, 3) Mt 7:15; 24:11, 24; Mk 13:22; Lk 6:26; Ac 13:6; 2 Pt 2:1; 1J 4:1; Rv 16:13; 19:20; 20:10; ApcPt 1:1; Hm 11:1f, 4, 7 (Leutzsch, Hermas 461 n. 237 [lit.]); D 11:5f, 8–10; 16:3.—Harnack, Die Lehre der Zwölf Apostel 1884, 119ff, Mission I4 1923, 332ff; 362ff; EFascher, Προφήτης 1927; JReiling, The Use of ΨΕΥΔΟΠΡΟΦΗΤΗΣ in the Septuagint, Philo and Josephus: NovT 13, 71, 147–56.—DELG s.v. ψεύδομαι and φημί. TW. Sv.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ψευδοπροφήτης
-
4 ψευδοπροφήτης
ὁ ψευδοπροφήτης, ου ≃ лжепророк -
5 ψευδοπροφήτης
{сущ., 11}Ссылки: Мф. 7:15; 24:11, 24; Мк. 13:22; Лк. 6:26; Деян. 13:6; 2Пет. 2:1; 1Ин. 4:1; Откр. 16:13; 19:20; 20:10.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ψευδοπροφήτης
-
6 ψευδοπροφήτης
{сущ., 11}Ссылки: Мф. 7:15; 24:11, 24; Мк. 13:22; Лк. 6:26; Деян. 13:6; 2Пет. 2:1; 1Ин. 4:1; Откр. 16:13; 19:20; 20:10.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ψευδοπροφήτης
-
7 ψευδοπροφήτης
ο лжепророк -
8 ψευδοπροφήτης
лжепророк.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ψευδοπροφήτης
-
9 ψευδοπροφήτης
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ψευδοπροφήτης
-
10 ψευδοπροφήτης
[псэадопрофкгис] ουσ. а. лжепророк,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ψευδοπροφήτης
-
11 ψευδοπροφήτης
-ου + ὁ N 1 0-0-10-0-0=10 Jer 6,13; 33(26),7.8.11.16false prophet; neol.Cf. CORSSEN 1918, 106-114; REILING 1971, 147-156; VAWTER 1985, 218-219; →NIDNTT; TWNT -
12 ψευδοπροφήτης
[псэадопрофкгис] ουσ α лжепророк. -
13 ψευδοπροφήτης
A false, lying prophet, J.AJ9.6.6, al., 2 Ep.Pet.2.1, Ph.2.343, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψευδοπροφήτης
-
14 ψευδοπροφήτης
ψευδο-προφήτης, ὁ, falscher Prophet, Lügenprophet -
15 ψευδοπροφήταις
ψευδοπροφήτηςfalse: masc dat pl -
16 ψευδοπροφήτην
ψευδοπροφήτηςfalse: masc acc sg (attic epic ionic) -
17 ψευδοπροφήτου
ψευδοπροφήτηςfalse: masc gen sg -
18 ψευδοπροφήτα
-
19 ψευδοπροφῆτα
-
20 ψευδοπροφήτας
ψευδοπροφήτᾱς, ψευδοπροφήτηςfalse: masc acc plψευδοπροφήτᾱς, ψευδοπροφήτηςfalse: masc nom sg (epic doric aeolic)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ψευδοπροφήτης — false masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδοπροφήτης — ὁ, ΜΑ,και τ. θηλ. ψευδοπροφήτις, ήτιδος, Μ ψευτοπροφήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + προφήτης] … Dictionary of Greek
ψευδοπροφῆτα — ψευδοπροφήτης false masc voc sg ψευδοπροφήτης false masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδοπροφητῶν — ψευδοπροφήτης false masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδοπροφῆται — ψευδοπροφήτης false masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδοπροφήταις — ψευδοπροφήτης false masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδοπροφήτην — ψευδοπροφήτης false masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδοπροφήτου — ψευδοπροφήτης false masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδοπροφήτῃ — ψευδοπροφήτης false masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδοπροφήτας — ψευδοπροφήτᾱς , ψευδοπροφήτης false masc acc pl ψευδοπροφήτᾱς , ψευδοπροφήτης false masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… … Dictionary of Greek