-
1 ψευδολόγος
ψευδο-λόγος, falsch redend, lügend -
2 ψευδό-μῡθος
ψευδό-μῡθος, = ψευδολόγος, Sp.
-
3 ψευδ-επής
ψευδ-επής, ές, = ψευδοεπής, ψευδολόγος (?).
-
4 ψευδη-λόγος
ψευδη-λόγος, = ψευδολόγος, Sp.
-
5 ψευδο-λογιστής
ψευδο-λογιστής, ὁ, = ψευδολόγος, Luc. Pseudol.
-
6 βωμο-λόχος
βωμο-λόχος, ὁ, nach VLL. ὁ λοχῶν καὶ κρυφίως ὑποκαϑήμενος περὶ τοὺς βωμοὺς ἐπὶ τῷ ἁρπάζειν τὰ ἐπιτιϑέμενα ϑύματα, = οἱ ἐπὶ τοῖς βωμοῖς λοχῶντες, ὅ ἐστι καϑεζόμενοι, καὶ μετὰ κολακείας προςαιτοῦντες, also an den Altären lauernd, um vom Opfer od. von den Opfernden etwas zu erlangen, zu betteln, Lumpengesindel, Bettlerpack; καὶ ἀγοραῖοι Luc. merc. cond. 24. Bes. von denen, die durch Schmeichelei od. Possenreißen eine Mahlzeit zu erhaschen suchen, Possenreißer, Arist. Eth. 2, 7. 4, 14; Speichellecker, Ar. Equ. 1355 Ran. 1083; so auch ἔπη 358; vgl. βωμολόχον τι ἔξευρε, ersinne einen Kniff, Equ. 1190; übh. von ränkevollen Menschen, neben ἀναίσχυντος καὶ πατραλοίας Nubb. 900; πανοῦργος καὶ ψευδολόγος Ran. 1517; so bei Sp.
-
7 ἐπι-φράδμων
ἐπι-φράδμων, ον, dass., Hesych. erkl. ψευδολόγος.
См. также в других словарях:
ψευδολόγος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδολόγος — ο, ΝΜΑ, και ψευδηλόγος Α αυτός που λέει ψέματα, που συνειδητά παραποιεί την αλήθεια, ψεύτης. επίρρ... ψευδολόγως, Μ με ψέματα, με ψευτιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + λόγος*] … Dictionary of Greek
ψευδολόγος — α, ο αυτός που λέει ψέματα, ο ψεύτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψευδολόγον — ψευδολόγος masc/fem acc sg ψευδολόγος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδολόγου — ψευδόλογος speaking falsely masc/fem/neut gen sg ψευδολόγος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδολόγους — ψευδόλογος speaking falsely masc/fem acc pl ψευδολόγος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδολόγων — ψευδόλογος speaking falsely masc/fem/neut gen pl ψευδολόγος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδολόγοι — ψευδολόγος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
лжеглаголивый — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (греч. ψευδολόγος) говорящий ложь, неправду. (Прол. нояб.… … Словарь церковнославянского языка
лжесловник — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (греч.ψευδολόγος) говорящий ложь, лжец … Словарь церковнославянского языка