Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ψευδολογίᾳ

См. также в других словарях:

  • ψευδολογία — ψευδολογίᾱ , ψευδολογία falsehood fem nom/voc/acc dual ψευδολογίᾱ , ψευδολογία falsehood fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδολογίᾳ — ψευδολογίαι , ψευδολογία falsehood fem nom/voc pl ψευδολογίᾱͅ , ψευδολογία falsehood fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδολογία — η, ΝΜΑ [ψευδολόγος] 1. λόγος ανακριβής ή αντίθετος προς την αλήθεια 2. το να λέει κανείς ψέματα, η τάση κάποιου να λέει ψευτιές νεοελλ. (λαογρ.) τα πρωταπριλιάτικα ψέματα …   Dictionary of Greek

  • ψευδολογία — η 1. το να λέει κανείς ψέματα. 2. ψευδολόγημα, ψευτιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψευδολογίας — ψευδολογίᾱς , ψευδολογία falsehood fem acc pl ψευδολογίᾱς , ψευδολογία falsehood fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδολογίαι — ψευδολογία falsehood fem nom/voc pl ψευδολογίᾱͅ , ψευδολογία falsehood fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδολογίαν — ψευδολογίᾱν , ψευδολογία falsehood fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδολογιῶν — ψευδολογία falsehood fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδολογίαις — ψευδολογία falsehood fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • RAMUS Petrus — Veromanduus, Vir doctissimus. Filius agricolae, nepos carbonarii, qui ex nobilissima in Burgundionibus familia ortus, bellicis turbis solum vertere, et vitam carbonariam faciendo, sustentare se coactus est. Ingeniô ad studia factus, Parisios… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»