-
1 ψευδοκηρυξ
-
2 ψευδοκῆρυξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψευδοκῆρυξ
-
3 ψευδοκήρυξ
ψευδο-κήρυξ, ῡκος, ὁ, falscher Herold, Lügenherold -
4 ψευδο-πρεσβευτής
ψευδο-πρεσβευτής, ὁ, falscher Gesandter, Schol. Soph. Phil. 1306, als Erkl. von ψευδοκήρυξ.
-
5 ψευδοκήρυκας
ψευδοκή̱ρυκας, ψευδοκῆρυξfalse: masc acc pl -
6 Herald
subs.P. and V. κῆρυξ, ὁ, V. κλητήρ, ὁ.Female herald: Ar. κηρύκαινα, ἡ.Messenger: P. and V. ἄγγελος, ὁ, V. πομπός, ὁ.Forerunner: P. πρόδρομος, ὁ.Herald of falsehood: V. ψευδοκῆρυξ, ὁ.Of a herald, adj.: P. κηρυκικός.Herald's staff, subs. P. κηρύκειον, τό, Ar. κηρύκιον.——————v. trans.Proclaim as herald: P. and V. κηρύσσειν, ἀνακηρύσσειν, προειπεῖν, ἀνειπεῖν, Ar. and P. ἀναγορεύειν, V. ἐκκηρύσσειν.Declare, announce: P. and V. ἀγγέλλειν, ἀπαγγέλλειν, ἐξαγγέλλειν, διαγγέλλειν, ἐκφέρειν; see Announce.Summon by herald: Ar. and V. εἰσκηρύσσειν.Escort: P. and V. πέμπειν, προπέμπειν.Dawn heralding the day: V. φωσφόρος ῞Εως, ἡ.Portend: P. and V. σημαίνειν, φαίνειν, V. προσημαίνειν, προφαίνειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Herald
См. также в других словарях:
ψευδοκήρυξ — ήρυκος, ὁ, Α κήρυκας που αναγγέλλει ψευδείς ειδήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + κῆρυξ] … Dictionary of Greek
κήρυκας — ο (ΑΜ κήρυξ και κήρυξ, υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ) 1. αυτός που κηρύσσει κάτι μεγαλοφώνως στο πλήθος, διαλαλητής, ντελάλης («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο… … Dictionary of Greek
ψευδοκήρυκας — ψευδοκή̱ρυκας , ψευδοκῆρυξ false masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)