Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ψευδοκλητία

См. также в других словарях:

  • ψευδοκλητίας — ψευδοκλητίᾱς , ψευδοκλητεία the offence of falsely subscribing one s name as witness to a summons fem acc pl ψευδοκλητίᾱς , ψευδοκλητεία the offence of falsely subscribing one s name as witness to a summons fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδοκλητεία — και ψευδοκλητία, ἡ, Α [ψευδοκλητεύω] φρ. «ψευδοκλητείας γραφή» (αττ. δίκ.) αγωγή την οποία είχε δικαίωμα να εγείρει ο εναγόμενος εναντίον τού ενάγοντος και τών μαρτύρων του, τών κλητήρων, επειδή δεν έγινε καθόλου ή δεν έγινε κανονικά η κλήτευσή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»