-
1 ψευδογράφω
-
2 ψευδογράφῳ
См. также в других словарях:
ψευδογραφώ — έω, ΜΑ [ψευδογράφος] γράφω ψεύδη, παραποιώ την αλήθεια αρχ. 1. σχεδιάζω εσφαλμένα γεωμετρικά σχήματα 2. απεικονίζω με σφάλματα 3. κάνω εσφαλμένους υπολογισμούς … Dictionary of Greek
ψευδογράφῳ — ψευδόγραφος a drawer of false diagrams masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδογράφημα — τὸ, Α [ψευδογραφώ] γεωμετρικό σχήμα που έχει σχεδιαστεί εσφαλμένα … Dictionary of Greek