-
1 ψευδοβοηθεια
См. также в других словарях:
ψευδοβοήθεια — ἡ, Α απατηλή βοήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + βοήθεια] … Dictionary of Greek
ψευδοβοηθείας — ψευδοβοηθείᾱς , ψευδοβοήθεια pretended help fem acc pl ψευδοβοηθείᾱς , ψευδοβοήθεια pretended help fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)