Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ψελλότης

См. также в других словарях:

  • ψελλότης — imperfect pronunciation fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψελλότητα — ψελλότης imperfect pronunciation fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • BALBUTIES — infantum sermo, seu loquela, ipso fragmine offensantis linguae dulcior, uti habet Minucius Fel. Octavio: Graece ψελλότης, item ψελλισμὸς. Basilius Seleuc. Orat. 7. in Abrah. ὡς γὰρ ἠυξήθη τὸ βρέφος, καὶ ψελλίσμασι τῶ γονέων τὸν πόθον ἐτίτρωσκε.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… …   Dictionary of Greek

  • ψελλότητα — η / ψελλότης, ητος, ΝΑ [ψελλός] η ιδιότητα τού ψελλού, ατελής ή ελαττωματική προφορά τών λέξεων …   Dictionary of Greek

  • ԹՈԹՈՎԱԽՕՍՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0816 Chronological Sequence: 13c գ. ψελλότης, ψέλλισμα balbuties, blaesitas Կակազութիւն. ... *Եւս վատթարագոյն է քան զբնութեամբ թոթովախօսութիւն. Գէ. ես …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»