-
1 ψεκτικός
ψεκτικός, zum Tadeln gehörig, geneigt, tadelsüchtig, εἶδος λόγων Anaxim. rhet. 1; auch adv. ψεκτικῶς, Sp.
См. также в других словарях:
ψεκτικῶς — ψεκτικός censorious adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψεκτικός — ή, ό / ψεκτικός, ή όν, ΝΑ [ψέκτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψέκτη ή στον ψόγο, επικριτικός 2. (για πρόσ.) φιλοκατήγορος. επίρρ... ψεκτικῶς Α με επικριτικό τρόπο … Dictionary of Greek