1 ψεδυρος
(τρίβοι ἐρώτων Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь > ψεδυρος
ψεδυρός — και ψέδυρος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ψίθυρος». [ΕΤΥΜΟΛ. Συνώνυμος δευτερογενής τ. τού ψίθυρος (βλ. λ. ψιθυρίζω)] … Dictionary of Greek
ψεδυρός — ψίθυρος whispering masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)