Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ψεδνός

См. также в других словарях:

  • ψεδνός — thin masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψεδνός — ή, όν, Α 1. αραιός ή λίγος («ψεδναὶ χαῑται», Ανθ. Παλ.) 2. (για πρόσ.) φαλακρός 3. (για γη) γυμνός, άδενδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο με επίθημα δνός (πρβλ. γοε δνός, κε δνός, μακε δνός), άγνωστης ετυμολ. Η προσπάθεια ορισμένων, με βάση τη… …   Dictionary of Greek

  • ψεδναί — ψεδνός thin fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψεδνή — ψεδνός thin fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψεδνήν — ψεδνός thin fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψεδνότερα — ψεδνός thin neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψεδνούμαι — όομαι, Α [ψεδνός] κάνω φαλάκρα, γίνομαι ψεδνός* …   Dictionary of Greek

  • ψήω — και ψάω Α 1. τρίβω και σκουπίζω, σφουγγίζω 2. λειαίνω κάτι με τριβή 3. στιλβώνω, γυαλίζω 4. (αμτβ.) γίνομαι σκόνη, διαλύομαι, εξαφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ψήω, που απαντά στο γ ενικό ψῇ και στο απρμφ. ψῆν, ανάγεται σε ρίζα *bhs ē (πρβλ. αρχ. ινδ …   Dictionary of Greek

  • ψεδνοκάρηνος — ον, ΜΑ ψεδνόθριξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψεδνός «αραιός» + κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. χρυσο κάρηνος] …   Dictionary of Greek

  • ψεδνόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που έχει αραιά μαλλιά ή ο φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψεδνός «αραιός» + θρίξ, τριχός (πρβλ. κυανό θριξ)] …   Dictionary of Greek

  • ψεδνότης — ητος, ἡ, Α [ψεδνός] (για πρόσ.) φαλακρότητα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»