-
1 ψαραίς
-
2 ψαραῖς
См. также в других словарях:
ψαραῖς — ψᾱραῖς , ψαρός like a starling fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ψαραίς
2 ψαραῖς
ψαραῖς — ψᾱραῖς , ψαρός like a starling fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)