Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ψαμαθηδόν

См. также в других словарях:

  • ψαμαθηδόν — Α επίρρ. σαν την άμμο, με μεγάλο πλήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμαθος «άμμος» + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»