-
1 ψαλμός
ψαλ-μός, ὁ,A twitching or twanging with the fingers,ψαλμοὶ τόξων E. Ion 173
(lyr.);τοξήρει ψαλμῷ [τοξεύσας] Id.HF 1064
(lyr.).II mostly of musical strings,πηκτίδων ψαλμοῖς κρέκον ὕμνον Telest.5
, cf. Diog.Trag.1.9, Aret.CA1.1.2 the sound of the cithara or harp, Pi.Fr. 125, cf. Phryn.Trag.11;ψαλμὸς δ' ἀλαλάζει A.Fr.57.7
(anap.); there were contests in τὸ ψάλλειν, Michel898.10(Chios, ii B. C.), 913.6(Teos, ii B. C.).3 later, song sung to the harp, psalm, LXX 2 Ki.23.1, al., Ep.Eph.5.19;βίβλος ψαλμῶν Ev.Luc.20.42
.
См. также в других словарях:
χρησμός — ο, ΝΜΑ, και σε επιγρ. χρησζμός Α απάντηση μαντείου, προφητεία για τα μέλλοντα νεοελλ. μτφ. διφορούμενη και ασαφής έκφραση αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) α) «τιμωρία» β) (στην αιτ.) χρησμόν «κλύδωνα» 2. φρ. α) «εὔτεκνοι χρησμοί» προφητείες σχετικές με… … Dictionary of Greek