-
1 ψαλμ-ῳδία
ψαλμ-ῳδία, ἡ, das Singen von Psalmen, Lobliedern, Sp.
-
2 ψαλμῳδία
ψαλμ-ῳδία, ἡ, das Singen von Psalmen, Lobliedern
См. также в других словарях:
φωνωδία — η, Ν μουσ. η τέχνη ή η ενέργεια τού να τραγουδάει κανείς χωρίς να προφέρει τις λέξεις, να τραγουδάει χωρίς λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + ωδία (< ωδός < ἀοιδός / ᾠδός), πρβλ. ψαλμ ωδία. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. vocalisation και… … Dictionary of Greek