Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ψαλιστός

См. также в других словарях:

  • ψαλιστός — clipped masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλιστός — ή, όν, Α [ψαλίζω] αυτός που έχει κοπεί με ψαλίδι, ψαλιδιστός …   Dictionary of Greek

  • ψαλιστόν — ψαλιστός clipped masc acc sg ψαλιστός clipped neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλιστοί — ψαλιστός clipped masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλιστοῦ — ψαλιστός clipped masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»