-
1 ψακ-
см. ψ(ι)ακ\ -
2 ψαιδρά
-
3 ψεκάζω
См. также в других словарях:
ψάκαλον — και αμφβλ. τ. ψαίκαλον, τὸ, Α νεογνό, βρέφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψακ τού ψακ άς + επίθημα αλον (πρβλ. ἔτ αλον)] … Dictionary of Greek
ψάκιον — τὸ, Α υποκορ. πολύ μικρή σταγόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψακ τού ψακ άς + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek
ψακάς — και ιων. και μτγν. τ. ψεκάς, άδος, ἡ, Α 1. μικρό τεμαχίδιο που έχει προέλθει από λειοτρίβηση, κόκκος 2. (για υγρά) μικρή σταγόνα 3. (με περιλπτ. σημ.) ψιλή βροχή, ψιχάλα 4. (γενικά) βροχή 5. (στον Αριστοφ.) κωμικός χαρακτηρισμός ανθρώπου από τον… … Dictionary of Greek