-
1 ψαφαρός
A friable, powdery, crumbling, (lyr.), cf. Euph.50;κόνις AP 7.315
(Zenod. or Rhian.); ψαφαρόν, = ἁπαλόν, perh. of a fine powder, Pl.Com.118: freq. of soil, sandy,λεπτόγεως καὶ ψ. χώρα Thphr. HP8.2.11
; opp. ἀγαθή, ib.8.9.1 ([comp] Comp.); ἡ ψαφαρή the sandy shore, opp. ἅλς, AP12.145;ἐνὶ ψαφαρῇ Σαλαμῖνι Euph.30
.3 of semi-liquids, thin, watery, ;νάρδος AP6.231
(Phil.);πόλτος ψαφαρώτατος Sor.1.51
( ψαθ- cod.).4 of wine, rough, dry, joined with ἀλιπής, Gal. ap. Ath.1.26d, cf. ψαθυρός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψαφαρός
-
2 ψαφαρία
ψᾰφᾰρ-ία, ἡ,A dust, dirt, Dsc.1.97 (v.l. ψαθ-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψαφαρία
См. также в других словарях:
ψοθάλλω — Α (κατά τον Ησύχ.) παράγω υπόκωφο θόρυβο, ψοφῶ* (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με το επιφώνημα ψό* και τον τ. ψόθος (ΙΙ) «θόρυβος» και έχει σχηματιστεί με ένθημα αλ και ενεστ. επίθημα jω (πρβλ. ψαθ άλ λω)] … Dictionary of Greek