-
1 ψίττα
-
2 ψίττα
-
3 ψύττα
-
4 ψιττάζω
-
5 ψιττάζω
-
6 σίττα
σίττα, auch σίττε, Zuruf der Hirten, bes. der Schäfer, an die Heerde oder einzelne Stücke derselden, entweder im Allgemeinen aufmunternd, he! heda! Theocr. 8, 69, oder scheuchend, hsch! worauf ἀπό folgt. 5. 3.100, oder lockend. bsch l worauf πρός c. accus. folgt, 4, 46, auch ψίττα und ψύττα. – Stolberg fand auf seiner Reise den Hirtenruf Sitta! in Unteritalien noch üblich. – Es hängt gewiß mit οίζω zusammen.
См. также в других словарях:
ψίττα — και ψύττα, Α βλ. σίττα (Ι) … Dictionary of Greek
ψίττα — ψίσσα , ψίζω feed on pap aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιττάζω — ΜΑ [ψίττα] φωνάζω ψίττα* … Dictionary of Greek
πίθηκος — ο, ΝΜΑ, και πίθηκας Ν, δωρ. τ. πίθακος Α γενική, σήμερα, ονομασία τών ανώτερων θηλαστικών, που, σύμφωνα με την σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μαζί με τους προπιθήκους και τον άνθρωπο αποτελούν την τάξη τών πρωτευόντων, και ζουν στην Ασία, στην … Dictionary of Greek
σίττα — (I) και ψίττα και ψύττα Α επιφώνημα τών βοσκών με το οποίο οδηγούσαν τα ποίμνια (α. «οὐκ ἀπὸ τᾱς κράνας σίττ , ἀμνίδες», Θεόκρ. β. «σίτθ , ἀ Κυμαίθα, ποτὶ τὸν λόφον», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ.]. (II) και λόγιος τ. σίττη, η, Ν ζωολ.… … Dictionary of Greek
φίττα — ἡ, Α (εσφ. γρφ.) ψίττα* … Dictionary of Greek
ψύττα — και ψίττα, ἡ, Α βλ. σίττα … Dictionary of Greek