-
1 ψηφίση
ψηφίσηι, ψήφισιςvoting: fem dat sg (epic)ψηφίζομαιcount: aor subj mp 2nd sgψηφίζομαιcount: fut ind mp 2nd sgψηφίζωcount: aor subj mid 2nd sgψηφίζωcount: aor subj act 3rd sgψηφίζωcount: fut ind mid 2nd sg -
2 ψηφίσῃ
ψηφίσηι, ψήφισιςvoting: fem dat sg (epic)ψηφίζομαιcount: aor subj mp 2nd sgψηφίζομαιcount: fut ind mp 2nd sgψηφίζωcount: aor subj mid 2nd sgψηφίζωcount: aor subj act 3rd sgψηφίζωcount: fut ind mid 2nd sg -
3 ψήφιση
η1) голосование; 2) выборы путём голосования; 3) принятие, одобрение (путём голосования) -
4 ψήφιση
[псифиси] ουσ. Θ. голосование, решение путем голосования.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ψήφιση
-
5 ψήφιση
[псифиси] ουσ θ голосование, решение путем голосования. -
6 ψήφιση
oylama, oya koyma, oya sunma -
7 ψήφιση
adoption -
8 ψήφιση (πχ νόμου)
донеcувањеГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ψήφιση (πχ νόμου)
-
9 голосование
голосование с η ψηφοφο ρία, η ψήφιση открытое (тай ное) \голосование η ανοιχτή (μυστική) ψηφοφορία воздержаться от \голосованиея απέχω της ψηφοφορίας* * *сη ψηφοφορία, η ψήφισηоткры́тое (та́йное) голосова́ние — η ανοιχτή (μυστική) ψηφοφορία
воздержа́ться от голосова́ниея — απέχω της ψηφοφορίας
-
10 отчисление
отчислениес1. (действие) ἡ χορήγηση κονδυλίου, ἡ ψήφιση ἐνός ποσοῦ·2. (сумма) ἡ χορηγία·3. (увольнение) ἡ διαγραφή, ἡ ἀπόλυση. -
11 ψήφισμα
-
12 баллотирование
-я ουδ.ψήφιση, ψηφοφορία. -
13 вотирование
-я ουδ.ψηφοφορία, ψήφιση. -
14 вотировка
-и θ.ψηφοφορία, ψήφιση. -
15 голосование
-я ουδ.ψηφοφορία, ψήφιση•-по спискам ψηφοφορία με καταλόγους•
открытое голосование φανερή ψηφοφορία•
тайное голосование μυστική ψηφοφορία•
ставить вопрос на голосование βάζω (θέτω) το ζήτημα σε ψηφοφορία•
воздержа/ться от -я απέχω της ψηφοφορίας, δεν ψηφίζω.
-
16 отпуск
-а, πλθ. -а α.1. άφεση, απόλυση.2. άρση (απαγόρευσης, περιορισμών).3. χαλάρωση, λασκάρισμα, ξέσφιγμα. || (για γένεια, μουστάκια)• άφημα.4. έκδοση, χορήγηση. || παραχώρηση• ψήφιση κονδυλίου. || παράδοση. || πώληση. || τρόχισμα, ακόνισμα.5. άδεια•трудовой отпуск εργατική άδεια•
получать отпуск παίρνω άδεια•
быть в -е είμαι σε άδεια•
уйти в -е πηγαίνω σε άδεια•
декретный отпуск άδεια τοκετού•
долгосрочный отпуск μακρά άδεια•
твбрче-ский отпуск άδεια συγγραφική ή καλλιτεχνική.
6. συγχώρηση, άφεση (αμαρτιών).(τεχ.) άφημα, έκθεση (για να δέσει το ατσάλι).7. το στέλεχος (διπλοτύπου κ.τ.τ.). -
17 oylanma
ψηφοφορία, ψήφιση -
18 adoption
1) υιοθεσία2) υιοθέτηση3) ψήφιση
См. также в других словарях:
ψήφιση — η 1. η ενέργεια του ψηφίζω, η ψηφοφορία. 2. εκλογή με ψηφοφορία. 3. κύρωση, υπερψήφιση: Χτες έγινε η ψήφιση του νομοσχεδίου αυτού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψήφιση — η / ψήφισις, ίσεως, ΝΑ, και δωρ. τ. ψάφιξξις Α η ενέργεια του ψηφίζω, ψηφοφορία νεοελλ. 1. εκλογή με ψηφοφορία 2. υπερψήφιση, έγκριση, επικύρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηφίζω, ομαι. Ο τ. ψάφιξξις, με εκφραστικό διπλό ουρανικό σύμφ., είναι παρλλ. διαλ. τ … Dictionary of Greek
ψηφίσῃ — ψηφίσηι , ψήφισις voting fem dat sg (epic) ψηφίζομαι count aor subj mp 2nd sg ψηφίζομαι count fut ind mp 2nd sg ψηφίζω count aor subj mid 2nd sg ψηφίζω count aor subj act 3rd sg ψηφίζω count fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek
Άσκουιθ, Χέρμπερτ Χένρι — (Herbert Henry Asquith,Μόρλεϊ 1852 – Σάτον Κόρτνεϊ 1928). Βρετανός πολιτικός, πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας (1908–15), κόμης της Οξφόρδης και του Άσκουιθ. Γιος υφαντουργού, απoφοίτησε το 1876 από την Οξφόρδη και τον ίδιο χρόνο πήρε την άδεια … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… … Dictionary of Greek
Λόιντ Τζορτζ, Ντέιβιντ — (David Lloyd, George Μάντσεστερ 1863 – Λανιστούμντοου, Ουαλία 1945). Άγγλος πολιτικός, πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας (1916 22). Φιλελεύθερος με ριζοσπαστικές τάσεις, εξελέγη για πρώτη φορά το 1890 μέλος της Βουλής των Κοινοτήτων, απ’ όπου… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λευκωσίας (Κυπριακό) — Είναι το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο αρχαιολογικό μουσείο της Κύπρου. Χτίστηκε μεταξύ των ετών 1908 και 1924, για να στεγάσει τα ευρήματα των επίσημων ανασκαφών, που είχαν αρχίσει μόλις λίγα χρόνια πριν και βρίσκεται στη διεύθυνση Μουσείου 1,… … Dictionary of Greek
Συντακτικές Πράξεις — Κανόνες δικαίου που θεσπίζει η εκτελεστική εξουσία με τις πράξεις αυτές μεταρρυθμίζονται ή καταργούνται διατάξεις του Συντάγματος. Σ. πράξεις είναι και τα αναγκαστικά διατάγματα, τα οποία επίσης εκδίδονται, παρά τις διατάξεις του Συντάγματος που… … Dictionary of Greek