Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ψήνομαι

См. также в других словарях:

  • ψήνομαι — ψήνομαι, ψήθηκα, ψημένος βλ. πίν. 2 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Балканский языковой союз — Балканский языковой союз  группа языков, принадлежащих к разным ветвям индоевропейской семьи языков, но обнаруживающих значительное и систематическое сходство на фонетико фонологическом, морфосинтаксическом, синтаксическом, лексическом,… …   Википедия

  • επανθρακούμαι — ἐπανθρακοῡμαι, έομαι (Α) ψήνομαι πάνω στα κάρβουνα …   Dictionary of Greek

  • καταπεπαίνω — (Α) (επιτ. τ. τού πεπαίνω*) 1. κάνω κάτι ώριμο 2. παθ. καταπεπαίνομαι γίνομαι ώριμος, ωριμάζω, ψήνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πεπαίνω «κάνω κάτι να ωριμάσει»] …   Dictionary of Greek

  • λαβρίζω — [λάβρα] 1. έχω υψηλό πυρετό, ψήνομαι στον πυρετό 2. ανάβω, καίγομαι, φλέγομαι 3. έχω φλογερά αισθήματα για κάποιον, φλέγομαι από πόθο ή άλλο έντονο συναίσθημα 4. (μτβ.) καίω, φλέγω 5. μέσ. λαβρίζομαι καίγομαι …   Dictionary of Greek

  • μεστώνω — (ΑM μεστῶ, όω) [μεστός] γεμίζω κάτι εντελώς («πρὶν ὀργῆς καὶ με μεστῶσαι», Σοφ.) νεοελλ. 1. (για καρπούς) κάνω κάτι μεστό, εύσαρκο ή χυμώδες, τό κάνω να ωριμάσει, τό σχηματίζω πλήρως («ο ήλιος μέστωσε τα στάχια») 2. (για καρπούς) ωριμάζω, γίνομαι …   Dictionary of Greek

  • μωλύω — και μωλύνω (Α) 1. (για κρέας) λειώνω βαθμηδόν καθώς ψήνομαι 2. (συν. το μέσ.) μωλύομαι και μωλύνομαι α) δεν βράζω τελείως, υποβράζω, σιγοβράζω β) (για πληγές) i) δεν φθάνω σε ωρίμαση, μαραίνομαι, εξαφανίζομαι σιγά σιγά ii) καταλήγω σε σήψη,… …   Dictionary of Greek

  • ροδίζω — ῥοδίζω ΝΜΑ [ῥόδον] 1. παίρνω ή έχω το χρώμα τού ρόδου, είμαι ή γίνομαι τριανταφυλλής (α. «ο ουρανός ροδίζει» β. ερόδισε η Ανατολή» γ. «ἐπέδειξε τὸν ροδίζοντα λωτόν», Αθήν.) 2. δίνω σε κάποιον ή σε κάτι το χρώμα τού ρόδου νεοελλ. (για εδέσματα)… …   Dictionary of Greek

  • σποδιάζομαι — Μ [σποδός / σποδιά] (για ψωμί) ψήνομαι μέσα στη ζεστή στάχτη …   Dictionary of Greek

  • χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… …   Dictionary of Greek

  • ψήνω — ΝΜ, και ψένω Ν 1. υποβάλλω κάτι στην επίδραση τής φωτιάς 2. βράζω ή μαγειρεύω νεοελλ. 1. ζεσταίνω πάρα πολύ («μάς έψησε η ζέστη») 2. μτφ. ταλαιπωρώ, βασανίζω (α. «μέ έψησε τόσα χρόνια με τη γκρίνια του» β. «ψήνεται στον πυρετό») 3. πείθω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»