Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ψάφιγμα

См. также в других словарях:

  • ψάφιγμα — ίγματος, τὸ, Α (δωρ. τ.) βλ. ψήφισμα …   Dictionary of Greek

  • ψήφισμα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψάπιγμα και ψάφιγμα Α 1. απόφαση που λαμβάνεται με ψηφοφορία 2. (ειδικά στην αρχ. Αθήνα) απόφαση για οποιοδήποτε θέμα η οποία λαμβανόταν με ψηφοφορία από την βουλή ή από την εκκλησία τού δήμου («δήμου δὲδοκται παντελῆ… …   Dictionary of Greek

  • ψάπιγμα — και ψάφιγμα, ίγματος, τὸ, Α (δωρ. τ.) βλ. ψήφισμα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»