-
1 ψάγδᾱν
ψάγδᾱν, ᾱνος, od. ψαγδάν, ᾶνος, ὁ, = Folgdm; Eubul. bei Ath. XV, 690 e Αἰγυπτίῳ ψάγδανι.
-
2 ψάγδαν
A unguent; the following forms are found:Αἰγυπτίῳ ψάγδανι τρὶς λελουμένη Eub.102
;φέρ' ἴδω, τί σοι δῶ τῶν μύρων; ψάγδαν φιλεῖς; Ar.Fr. 206
;σάγδαν ἐρυγγάνοντα Eup.198
;βάκκαρίς τε καὶ σάγδας ὁμοῦ Epil.1
: ψάδᾳ (sic codd.) is cited by Erot. fr. Hp. (not found in codd. Hp.), and fr. Eup. (Fr.198?): nom. ψαγδης (unaccented) Ath.15.690e, cf. [full] ψαγδῆς, Hsch. (Egypt. sgnn with or without prefixed masc. Art. p;). -
3 ψάγδας
См. также в других словарях:
ψάγδαν — ανος, και ψάγδας και σάγδας και σαγδᾱς και τ. άτονης ονομ. ψάγδης και στον Ησύχ. ψαγδῆς, ὁ Α (στην Αίγυπτο) είδος μύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειο από την Αιγυπτιακή, πρβλ. αιγυπτ. sgnn «λίπος, αλοιφή». Η Ελληνική δανείστηκε τον τ. με το άρθρο του, p’… … Dictionary of Greek
σάγδας — και σαγδᾱς, ὁ, Α βλ. ψάγδαν … Dictionary of Greek
ψάγδας — ου, ὁ, Α βλ. ψάγδαν … Dictionary of Greek
ψάδδα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ κιννάβαρις». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται, πιθ., με τον τ. ψάγδαν*] … Dictionary of Greek