-
121 αριστος
31) (наи)лучший, превосходный, отличный(φῶτες, ἵπποι, χῶρος, τεῦχεα Hom.; πατέρ πάντων ἄ. Soph.)
εἶδος (acc.) ἄ. Hom. — красивейший:ψυχέν ἄ. Arph. — благороднейший;ἄ. διαβολὰς ἐνδέκεσθαι Her. — чрезвычайно склонный внимать клевете;ἀπατᾶσθαι ἄ. Thuc. — легко поддающийся обману, крайне легковерный;αὑτῷ ἄ. Eur. — заботящийся больше всего о себе самом, себялюбивый;в обращениях:ὦ ἄριστε Plat. — любезнейший2) знатнейший, самый родовитый(Ἀχαιῶν Hom.)
3) доблестнейший, храбрейший(λαοί Hom.; ἄ. μάχεσθαι Her.; ирон. λαλεῖν ἄ., ἀδυνατώτατος λέγειν Plut.)
-
122 αστιβης
-
123 ασυνηθης
21) непривычный, неведомый(χῶρος Emped.)
2) не вошедший в привычку, несвойственный(τινί Arst.)
3) незнакомый(ἀγνῶτες καὴ ἀσυνήθεις Arst.)
4) не имеющий привычки, неопытный(τινός Polyb., Plut.)
-
124 ατερπης
21) безрадостный, печальный(χῶρος Hom.; πέτρα Aesch.; λόγοι Eur.)
2) неприятный(ἐς ἀκρόασιν Thuc.; θεᾶσθαι Xen.; ὀρχηστής Plut.)
3) мучительный, жестокий(λιμός Hom.; νούσων ἑσμός Aesch.)
-
125 αφυτευτος
-
126 βαινω
(fut. βήσομαι - дор. βάσομαι и βᾱσεῦμαι; pf. βέβηκα - дор. βέβᾱκα; aor. 2 ἔβην - эп. βῆν, дор. βᾶν, pass. ἐβάθην)1) шагать, ходить(μετὰ ῥυθμοῦ Thuc. и ἐν ῥυθμῷ Plat.)
βῆ ἰέναι или ἴμεν Hom. — он отправился;βῆ θέειν и βῆ φεύγων Hom. — он побежал;μεγάλα β. Luc. — широко шагать2) всходить, подниматься(ἐς δίφρρον и ἐφ΄ ἵππων, ἐπὴ νηός Hom.; med. δίφρον Hom.)
3) садиться верхом(ἀμφὴ δούρατι и περὴ τρόπιος Hom.)
4) идти, отправляться(προτὴ ἄστυ Hom.)
5) входить(δόμον Ἄϊδος εἴσω Hom.; Θήβας Soph.)
6) приходить, прибывать; pf. пребывать, находиться, быть(χῶρος ἐν ᾦ βεβήκαμεν Soph.)
βεβὼς ἐπὴ ξυροῦ τύχης Soph. — находящийся на краю гибели;ἐν κακοῖς βεβάναι Soph. — впасть в несчастье;(εὖ) βεβηκώς Her., Xen. — упрочившийся, прочный, твердый, сильный;βεβηκυῖα μάχη Plut. — упорный бой;οἱ ἐν τέλει βεβῶτες Soph. — власть имущие7) сходить, спускаться(ἀπὸ πύργων χαμᾶζε, κατ΄ Οὐλύμποιο καρήνων Hom.)
8) возвращаться(ἐν νηυσὴ ἐς πατρίδα Hom.)
9) доходить(ἐς τόδε τόλμης Soph.)
ἐς τοσοῦτον ἐλπίδων βεβώς Soph. — будучи доведен до такой уверенности10) проходить, претерпеватьδι΄ ὀδύνης β. Eur. — страдать
11) набрасываться, нападать(αἶνον ἔβα κόρος Pind.; ὀδύνα βαίνει τινά Eur.)
; настигать(ἔβα νέμεσις ἔς τινα Eur.)
12) выходить, уходить(ἐξ οἴκου Hom.)
; уезжать(ἐν и ἐπὴ νηυσί Hom.)
13) исчезать, пропадать(ἐκ βροτῶν Soph.)
βεβᾶσι ἀκρῶται στρατοῦ Aesch. — погиб цвет войска;δέδοικα μέ βεβήκῃ Soph. — боюсь, не умер ли он14) проходить, протекать, миновать(ἐνννέα βεβάασι ἐνιαυτοί Hom.)
15) следовать, преследовать(μετά τινα и τι Hom.)
16) ( о животных) покрывать(β. καὴ παιδοσπορεῖν Plat.)
ἵπποι βαινόμεναι Her. — случные кобылицы17) доставлять, приводить(ἵππους ἐπὴ Βουπρασίου Hom.; τινὰ ἐς Ἑλλάδα Eur.)
18) (только aor. ἔβησα) сбрасывать, опрокидывать(τινα ἐξ и ἀφ΄ ἵππων Hom.)
19) размеренно декламировать, скандировать(τὸ ἔπος Arst.)
-
127 βρυω
1) цвести, расцветать(ἄνθεϊ λευκῷ Hom.; μίλακι καλλικάρπῳ Eur.; χωρος βρύων δάφνης, ἀμπέλου Soph.; ἄνθος βρύει Luc.)
ὅταν ἥ γῆ βρύῃ Xen. — когда земля покроется растительностью2) изобиловать, кишеть(ἀγαθοῖσι Aesch.; μελίτταις καὴ προβάτοις καὴ στεμφύλοις Arph.; φυτοῦς καὴ ζῴοις Arst.)
3) бурлить, кипеть(παμμάχῳ θράσει Aesch.)
νόσου β. Aesch. — томиться недугом4) изливать, струить5) взращивать(ῥόδα Anacr.)
-
128 διαμετρητος
См. также в других словарях:
Χῶρος — a definite space masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χῶρος — a definite space masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώρος — Για τη στοιχειώδη γεωμετρία, χ. είναι μια αυτονόητη έννοια και αποτελείται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να τοποθετηθούν νοερά τα άλλα, επίσης αυτονόητα, γεωμετρικά στοιχεία: σημεία, ευθείες, επίπεδα. Τα σύγχρονα όμως μαθηματικά… … Dictionary of Greek
χώρος — ο 1. έκταση που πιάνει κάτι είτε κατά τις δύο είτε κατά τις τρεις διαστάσεις του: Μετρούν το χώρο των αιθουσών του σχολείου. 2. ελεύθερη έκταση. 3. το απέραντο διάστημα, το άπειρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αινύρων χώρος — Τοποθεσία της Θάσου κατά την αρχαιότητα, στην ανατολική παραλία της, απέναντι από τη Σαμοθράκη. Κοντά σε αυτήν λειτουργούσαν μεταλλεία χρυσού, που κατά την παράδοση τα ανακάλυψαν οι Φοίνικες και τα οποία αναφέρει ο Ηρόδοτος. Σώζονται μερικά… … Dictionary of Greek
εργαστήριο — Χώρος με κατάλληλο εξοπλισμό για την εκτέλεση ορισμένων εργασιών ή διαδικασιών (με την έννοια αυτή ε. είναι και μια μικρή βιοτεχνία)· ειδικότερα, χώρος που εξοπλίζεται με τα κατάλληλα μέσα για την πραγματοποίηση πειραμάτων στα πεδία της… … Dictionary of Greek
πρόδομος — Χώρος στα σπίτια των αρχαίων, η πρώτη αίθουσα στην οποία έμπαινε ο επισκέπτης που ερχόταν από την αυλή. Oνομάζεται και προθάλαμος. Π. είχαν συνήθως τα σπίτια των Αθηναίων και Ρωμαίων που ήταν εύποροι. Ο π. αντιστοιχεί προς τον σύγχρονο διάδρομο,… … Dictionary of Greek
στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… … Dictionary of Greek
αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… … Dictionary of Greek
ιερό — Χώρος στον οποίο, όπως πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες, κάποια θεότητα εκδήλωνε την παρουσία της και δεχόταν εκεί τη λατρεία των πιστών. Η έννοια του ι. ήταν επίσης γνωστή και σε άλλους λαούς. Στην αρχαία ελληνική θρησκεία αποτελούσε εξέλιξη του… … Dictionary of Greek
παλαίστρα — Χώρος όπου υπήρχαν οι απαραίτητες εγκαταστάσεις για τα αγωνίσματα πάλης. H αρχαία ελληνική π., που συχνά αποτελούσε τμήμα του γυμνασίου (γυμναστηρίου), απαρτιζόταν από ένα περιστύλιο που περιέκλειε έναν τετράγωνο ή ορθογώνιο αμμοστρωμένο χώρο,… … Dictionary of Greek