1 χῡμικός
χῡμικός, von den Säften, die Säfte betreffend; davon nach Einigen ἡ χυμική, sc. τέχνη, unsere Chemie; Andere ziehen χημεία vor u. χημευτική.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > χῡμικός
2 χῡμικός
Wörterbuch altgriechisch-deutsch > χῡμικός
3 χυμικός
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χυμικός
χυμικός — ή, ό / χυμικός, ή, όν, ΝΜ [χυμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χυμούς νεοελλ. (παλ. τ.) χημικός … Dictionary of Greek
χυϊκός — ή, όν, Α χυμικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυ τής μηδενισμένης βαθμίδας τής ρίζας τού ρ. χέω* + κατάλ. ικός*] … Dictionary of Greek