-
1 χυλος
ὅ1) сок(ἀνθῶν ἢ καρπῶν Plut.)
φυτῶν χυλοῖς ζῆν Arst. — питаться соками растений2) вкус, смак(φιλίας Arph.)
ἥ ἰδιότης τοῦ χυλοῦ Diod. — своеобразный вкус -
2 χῡλός
χῡλός, ὁ, 1) Saft, bes. der durch Wasseraufguß u. Abkochen ausgezogene Saft; Cratin. bei Poll. 6, 61; στακτοί Plat. Critia. 115 a. – Dah. komisch φιλίας, Freundschaftssäftchen, Ar. Pax 962, στωμυλμάτων Ran. 941. – 2) der Geschmack einer Sache, weil er von den Säften herrührt, wie χυμός, αἱ διὰ χυλῶν ἡδοναί Metrodor. bei Ath. VI, 280 b, öfter.
-
3 χῡλός
-
4 χυλός
χῡλός, χυλόςjuice: masc nom sg -
5 χυλός
I juice of plants,χυλῶν στακτῶν εἴτε ἀνθῶν ἢ καρπῶν Pl.Criti. 115a
, cf. Arist.HA 596b15, Col. 796a23, Aud. 802a15, Thphr.HP6.4.6, LXX 4 Ma.6.25.b decoction, Dsc.Eup.1.55; but distd. fr. ἀφέψημα, Id.1.105.3 juice produced by the digestion of food, chyle, Gal.UP4.3.4 barley-water, gruel, having the barley or groats strained off, whereas πτισάνη was taken unstrained,πτισάνης χ. Hp.Acut.6
, cf. Cratin.297 (lyr.), Ephipp.13.6 (anap.): pl., Anaxipp.1.46.II = χυμός 11, flavour, taste, Gorg. ap.S.E.M.7.85, v.l. in Arist.EN 1118a28;αἱ διὰ χυλῶν ἡδοναί Epicur. Fr.67
, cf. Ep.3.p.63U., Diocl.Fr.112, Phld.Mus.p.103K.;κατ' ὀσμὴν καὶ χρόαν καὶ χυλόν Id.Sign.27
: metaph., χ. στωμυλμάτων, φιλίας, Ar.Ra. 943, Pax 997 (anap.). (Gal.11.450 distinguishes χυλός juice fr. χυμός flavour, attributing this usage to Aristotle and later writers, whereas earlier authors used χυμός in both senses: the Mss. vary.) -
6 χυλός
ο1) кашица, каша; пюре; 2) физиол, хилус, млеч- ный сок;§ όποιος κάηκε στο χυλό φυσάει και το γιαούρτι — погов, кто обжёгся на каше, дует и на простоквашу; — обжёгшись на молоке, будешь дуть и на воду
-
7 χυλός
-οῦ ὁ N 2 0-0-0-0-1=1 4 Mc 6,25 -
8 χυλός
[хилое] ουσ α каша, пюре. -
9 παχύ-χῡλος
παχύ-χῡλος, dicksaftig, von od. mit dicken Säften, Theophr.
-
10 πολύ-χῡλος
πολύ-χῡλος, von oder mit vielem Safte, Diosc., Xenocrat.
-
11 κακό-χῡλος
κακό-χῡλος, von schlechten Säften, schlechten Nahrungsstoff habend, σῦκα bei Ath. III, 80 e, Ggstz εὔχυλος, u. oft, auch im compar.
-
12 γλυκύ-χῡλος
γλυκύ-χῡλος, süßsaftig, Medic.
-
13 εὔ-χῡλος
-
14 δύς-χῡλος
δύς-χῡλος, von widrigem Saft, Geschmack, Xenocr. aquat. §. 12.
-
15 μελάγ-χῡλος
μελάγ-χῡλος, = Folgdm, Sp.
-
16 διά-χῡλος
-
17 λεπτό-χῡλος
λεπτό-χῡλος, mit dünnem oder wenigem Safte, Theophr.
-
18 ὀλιγό-χῡλος
ὀλιγό-χῡλος, mit wenigem Safte, Ath. III, 120 e, neben ὀλιγότροφος.
-
19 ἄ-χῡλος
-
20 ἐπί-χῡλος
См. также в других словарях:
χυλός — ο, ΝΜΑ φυσιολ. η λέμφος που προέρχεται από το λεπτό έντερο, μετά την πέψη, και είναι πλούσια σε σταγονίδια λίπους προερχόμενα από τα λιπίδια τής τροφής νεοελλ. 1. πολτώδες φαγητό από αλεύρι ή άλλη αμυλώδη ουσία και νερό, που παρασκευάζεται με… … Dictionary of Greek
χυλός — ο 1. πολτός από αλεύρι ή άλλη ουσία, κουρκούτι, είδος φαγητού που γίνεται με το βράσιμο νερού και αλευριού: Στη γερμανική Κατοχή ο χυλός ήταν μια από τις πιο συνηθισμένες τροφές. 2. παροιμ., «Όποιος κάηκε στο χυλό φυσάει και το γιαούρτι», λέγεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χυλός — χῡλός , χυλός juice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόχυλος — κακόχυλος, ον (Α) (για φρούτα, κρέας, φαγητά) αυτός που έχει κακό χυλό ή χυμό, άσχημη ουσία, άνοστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + χυλος (< χυλός), πρβλ. γλυκύ χυλος, ολιγό χυλος] … Dictionary of Greek
μελάγχυλος — μελάγχυλος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρο χυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + χυλός (πρβλ. γλυκύ χυλος, ολιγό χυλος)] … Dictionary of Greek
γαλαξία — Αρχαία αθηναϊκή γιορτή, που ονομάστηκε έτσι από το γεύμα της ημέρας αυτής, τη γαλαξία (χυλός κριθαριού και γάλα). Τα τελούσαν προς τιμήν της Κυβέλης, μητέρας των θεών. * * * γαλαξία, η (Α) [Γαλάξια] χυλός με γάλα και κριθάρι που έτρωγαν στη… … Dictionary of Greek
ολόχυλος — ὁλόχυλος, ον (Μ) βρεγμένος τελείως από τη βροχή μουσκεμένος, κατάβρεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + χυλός (πρβλ. πολύ χυλος)] … Dictionary of Greek
πολύχυλος — η, ο / πολύχυλος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πολύ χυλό, πολύ ζουμερός αρχ. αυτός που είναι δυνατόν να λάβει μεγάλη έκταση, μεγάλη διάχυση, πολύχους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χυλός (πρβλ. γλυκύ χυλος)] … Dictionary of Greek
χυλάριον — τὸ, Α λίγος χυλός, λίγος χυμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυλός + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλι άριον)] … Dictionary of Greek
χυλόν — τὸ, Μ χυλός από κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυλός με αλλαγή γένους κατά τα ουδ.] … Dictionary of Greek
сок — I I, род. п. а; также заболонь дерева , колымск. (Богораз), укр. сiк, род. п. соку, блр. сок, др. русск., ст. слав. сокъ χυλός (Супр.), болг. сок, сербохорв. со̑к, род. п. со̏ка, словен. sọ̑k, род. п. sо̣̑kа, sоkа̑, польск. sok, в. луж., н. луж … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера