1 χιωδώς
Morphologia Graeca > χιωδώς
2 χιωδῶς
Morphologia Graeca > χιωδῶς
3 χιωδῶς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χιωδῶς
χιωδῶς — in Hp.Fract. indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιωδώς — Α επίρρ. κατά χιοειδή τρόπο, χιοειδῶς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖ/χῖ + επίρρμ. κατάλ. ωδῶς μέσω ενός επίθ. *χιώδης] … Dictionary of Greek