-
1 χῑράς
-
2 συμ-ποδίζω
συμ-ποδίζω, die Füße zusammenbinden; Ar. Ran. 1508; übh. fesseln, τὸν Ἀρδιαῖον συμποδίσαντες χῖράς τε καὶ πόδας καὶ κεφαλήν, Plat. Rep. X, 615 e; auch übertr., συνεποδίσϑης ὑπ' αὐτοῦ, Theaet. 165 e, vgl. Gorg. 482 c; Xen. Mem. 3, 11, 8; Sp., wie Luc. auct. 22.
-
3 χειράς
См. также в других словарях:
χιράς — και χειράς, άδος, ἡ, Α ραγάδα, σκάσιμο, ιδίως τών χεριών και τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει την κατάλ. άς με περιληπτική σημ. (πρβλ. λιθ άς, νεκ άς), αλλά παραμένει δυσερμήνευτη ως προς το θ. και την προέλευσή της.… … Dictionary of Greek
χίραμα — άματος, τὸ, ΜΑ ασθένεια τών ποδιών τών αλόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιράς* + κατάλ. μα (πρβλ. φλέγ μα)] … Dictionary of Greek
χειράς — άδος, ἡ, Α βλ. χιράς … Dictionary of Greek
χηραμός — και χαραμός και χειραμός και χηλαμός, ὁ, πληθ. και ετερογενής τ. χηραμά, τὰ, Α 1. τρύπα, κοιλότητα, κοίλωμα, κουφάλα («σφῆκας δαφοινοὺς χηραμῶν ἀνειρύσας», Λυκόφρ.) 2. η λαβή τού ξίφους («εἰς τὸν χηραμὸν τῆς κώπης ἀνέδραμε, μόνην δὲ καταλείπει… … Dictionary of Greek
χιραλέος — α, ον, Α αυτός που έχει ραγάδες στα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιράς* + επίθημα αλέος (πρβλ. ῥωγ αλέος)] … Dictionary of Greek
χιροπόδης — και χειροπόδης, ὁ, Α αυτός που έχει πόδια γεμάτα ραγάδες, με πολλά σκασίματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιράς / χειράς + πόδης (< πούς, ποδός)], πρβλ. ξυλο πόδης] … Dictionary of Greek
χιρόπους — και χειρόπους, ποδος, ὁ, ἡ, Α χειροπόδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιράς / χειράς + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ἐλαφό πους] … Dictionary of Greek