Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χῑλώνειος

См. также в других словарях:

  • χιλώνειος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χιλώνειος — Χῑλώνειος , Χιλώνειος of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιλώνειος — και χειλώνειος, εία, ον, Α [Χίλων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αρχαίο σοφό Χίλωνα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χιλώνειον ρητό τού Χίλωνος …   Dictionary of Greek

  • χιλώνειον — χιλώνειος of masc acc sg χιλώνειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χιλώνειον — Χῑλώνειον , Χιλώνειος of masc acc sg Χῑλώνειον , Χιλώνειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»