-
1 Χιλωνειος
-
2 χιλώνειος
χιλώνειοςof: masc nom sg -
3 χιλώνειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χιλώνειος
-
4 Χιλώνειος
Χῑλώνειος, Χιλώνειοςof: masc nom sg -
5 χιλώνειον
χιλώνειοςof: masc acc sgχιλώνειοςof: neut nom /voc /acc sg -
6 Χιλώνειον
Χῑλώνειον, Χιλώνειοςof: masc acc sgΧῑλώνειον, Χιλώνειοςof: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
χιλώνειος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χιλώνειος — Χῑλώνειος , Χιλώνειος of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιλώνειος — και χειλώνειος, εία, ον, Α [Χίλων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αρχαίο σοφό Χίλωνα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χιλώνειον ρητό τού Χίλωνος … Dictionary of Greek
χιλώνειον — χιλώνειος of masc acc sg χιλώνειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χιλώνειον — Χῑλώνειον , Χιλώνειος of masc acc sg Χῑλώνειον , Χιλώνειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)