-
1 χιλιάριθμος
A numbering 1, 000 men, in phrase - αρίθμου ἡγήτωρ στρατιῆς = Lat. tribunus militum, JRS 2.90 (Antioch.Pisid.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χιλιάριθμος
См. также в других словарях:
χιλιάριθμος — ον, ΜΑ 1. αυτός που αριθμεί χίλιους άνδρες 2. (για χρόνο) ο υπερβολικά μακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + ἀριθμός (πρβλ. εἰκοσ άριθμος)] … Dictionary of Greek