-
1 χῑλιο-ναύτης
χῑλιο-ναύτης, στόλος, eine Flotte von tausend Schiffen, Aesch. Ag. 45, σὺν κώπᾳ χιλιοναύτᾳ Eur. I. T. 141.
-
2 χῑλιοναύτης
χῑλιο-ναύτης, στόλος, eine Flotte von tausend Schiffen
См. также в других словарях:
πολυναύτης — και δωρ. τ. πολυναύτας, ὁ, Α αυτός που έχει πολλούς ναύτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ναύτης (πρβλ. χιλιο ναύτης)] … Dictionary of Greek