-
1 χῑλιοντάς
См. также в других словарях:
χιλιοντάς — άδος, ἡ, ΜΑ χιλιάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού χιλιάς σχηματισμένος από το αριθμητικό χίλιοι κατ επίδραση τών ἑκατοντάς, τριακοντάς κ.ά.] … Dictionary of Greek
χιλιονταετής — ές, Α χιλιετής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλιοντάς + ετής (< ἔτος), πρβλ. χιλι ετής] … Dictionary of Greek
χιλιονταετηρίς — ίδος, ἡ, Α χιλιετηρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλιοντάς + ετηρίς (< έτηρος < ἔτος), πρβλ. χιλι ετηρίς] … Dictionary of Greek