Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

χῑλιοντάς

См. также в других словарях:

  • χιλιοντάς — άδος, ἡ, ΜΑ χιλιάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού χιλιάς σχηματισμένος από το αριθμητικό χίλιοι κατ επίδραση τών ἑκατοντάς, τριακοντάς κ.ά.] …   Dictionary of Greek

  • χιλιονταετής — ές, Α χιλιετής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλιοντάς + ετής (< ἔτος), πρβλ. χιλι ετής] …   Dictionary of Greek

  • χιλιονταετηρίς — ίδος, ἡ, Α χιλιετηρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλιοντάς + ετηρίς (< έτηρος < ἔτος), πρβλ. χιλι ετηρίς] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»