-
1 χῑέζω
См. также в других словарях:
χιέζω — Α ιων. τ. βλ. χιάζω (Ι) … Dictionary of Greek
μιεστήρ — μιεστήρ, ὁ (Α) μιάστωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άλλη γραφή τού μιαστήρ* (πρβλ. χιέζω: χιάζω, πιέζω: πιάζω)] … Dictionary of Greek
χιάζω — (I) ΝΜΑ, και ιων. τ. χιέζω Α [χεῑ/χῑ] 1. χαράζω γραμμές που διασταυρώνονται σε σχήμα Χ 2. τέμνω σε σχήμα Χ νεοελλ. 1. τοποθετώ σταυροειδώς, διασταυρώνω 2. θέτω το σημείο Χ για την επισήμανση νόθου ή αμφίβολου χωρίου σε έγγραφο αρχ. 1. (ρητ.)… … Dictionary of Greek