-
1 χαλ-ήρης
χαλ-ήρης, ες, gen. εος, mit Erz od. Kupfer versehen, ehern; oft bei Hom. als Beiwort verschiedener Waffen, z. B. κυνέη Il. 3, 316, κόρυς 15, 535, δόρυ 5, 145, ξυστόν 11, 260, ἔγχος 18, 534, τεύχεα 15, 544, ὀϊστός 13, 650, σάκεα. 17, 268; εὐϑὺς δὲ ναῦς ἐν νηῒ χαλκήρη στόλον ἔπαισεν Aesch. Pers. 400. – Später auch von Menschen, mit Erz gewaffnet. Vgl. χαλκοάρης.
-
2 χᾱλ-αργός
-
3 χάλασις
A slackening, loosening, of bandages, Hp. Fract.10 (pl.);τῇ χ. τε καὶ ἀνέσει Pl.R. 590b
; relaxation,τοῦ ῥοώδους χαλάσεως δεομένου Gal.Sect.Intr.7
; τῶν στεγνῶν ib.6; but χ. νόσου remission, opp. ἐπίδοσις, Id.19.190.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χάλασις
-
4 χάλασμα
A slackened condition, relaxation,ἀναπνοὴ καὶ χ. Plu.2.133d
, cf. Luc.Asin.9; lack of elasticity, Ph.Bel.58.8, 65.50; low tension of blood-vessels, Orib. 7.19.6.2 gap in the line of battle, Plb.18.30.8; σύμμετρον ἔχειν χ. to be packed not too tightly, Plu.Aem.32.3 slit, Ruf.Anat.59, Gal.4.733;χ. ποιῶν ἐν τῇ ὑποτομῇ IG7.3073.114
(Lebad., ii B. C.).4 baulk or footpath on the edge of arable land, PLille2.16 (iii B. C.), PGiss.36.17 (ii B. C.), PLond.3.881.21 (ii B. C.), etc.6 congenital hernia, Vett.Val.161.19 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χάλασμα
-
5 χαλασμάτιον
χαλ-ασμάτιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλασμάτιον
-
6 χαλασμός
χαλ-ασμός, ὁ,A = χάλασις, Dsc.1.109 (pl., v.l.), Herod. [voice] Med. ap. Orib.10.8.10, Philum. ap. eund.45.29.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλασμός
-
7 χαλαστέον
A one must relax, Herod.Med. in Rh.Mus.58.91, Gal.Sect.Intr.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλαστέον
-
8 χαλαστήρια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλαστήρια
-
9 χαλαστικός
2 laxative, Gal.Sect.Intr.7;ὁ χ. τρόπος τῆς ἐπιμελείας S.E.P.2.240
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλαστικός
-
10 χαλαστόν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλαστόν
-
11 χαλαστός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλαστός
-
12 χᾱλαργός
χᾱλ-αργός, schnellfüßig, weißfüßig -
13 χαλήρης
χαλ-ήρης, ες, mit Erz od. Kupfer versehen, ehern; als Beiwort verschiedener Waffen; auch von Menschen: mit Erz gewaffnet -
14 χάλκεος
1 of bronze “ πέδασον ἔγχος Οἰνομάου χάλκεον” O. 1.76χαλκέοισι δ ἐν ἔντεσι O. 4.22
τὸν δὲ ταύρῳ χαλκέῳ καυτῆρα Φάλαριν P. 1.95
χαλκέαις δ' ὁπλαῖς P. 4.226
ἀκόντεσσίν τε χαλκέοις φασγάνῳ τε P. 9.20
χαλκέοις σὺν ὅπλοις N. 1.51
χαλκέοις ὅπλοισιν N. 9.22
ἐν χαλκέοις ὅπλοις N. 10.14
χαλκέας λόγχας ἀκμᾷ N. 10.60
χάλκεον στονόεντ' ἀμφέπειν ὅμαδον (i. e. of bronze weapons and armour) I. 8.25 χάλκεοι μὲν τοῖχοι χάλκ[εαί] θ' ὑπὸ κίονες ἕστασαν (of the third temple of Apollo at Delphi) Pae. 8.68 of heaven (cf. χαλκόπεδος),ὁ χάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ P. 10.27
ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3
of Ares, cf. I. 8.25,χάλκεος Ἄρης O. 10.15
χαλ-κέῳ τ' Ἄρει ἅδον I. 4.15
ἀγών τοι χάλκεος δᾶμον ὀτρύνει ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας ἀέθλων τε κρίσιν (i. e. the Hekatombaia at Argos, in honour of Hera, where the prize was a bronze shield, cf. O. 7.83) N. 10.22 παρθένοι χαλ[κέᾳ] κελαδέοντι γλυκὺν αὐδᾷ [τρόπ]ον (i. e. ringing like bronze) Pae. 2.100 frag. ]υ πόλιν χαλκεᾳ[ Pae. 14.26
-
15 συμ-φῡράω
-
16 χαλαζ-επής
χαλαζ-επής, ές, Worte hagelnd, Schmähreden wie Hagel schleudernd, Philp. Th. 83 (VII, 405), τάφος χαλ.
-
17 χαλαργος
-
18 χαλώ
χαλάω1) см. χαλνώ; 2) см. χαλαρώνω; 3) мор. спускать (паруса, сигнал); спускать на воду (лодку);§ χαλ τον κόσμο — а) кричать, поднимать шум; — шумно протестовать; — б) делать всё, лезть из кожи (для достижения цели);
χαλάει ο κόσμος — мир рушится; — наступило светопреставле- ние;
δεν χάλασε ο κόσμος! свет не перевернётся от (чего-л.); свет не клином сошёлся; неважно!, ничего! -
19 αὐδά
1 voice, song ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις (sc. Χρόμιος) N. 9.4παρθένοι χαλ[κέᾳ] κελαδ[έον]τιγλυκὺν αὐδᾷ [τρόπ]ον Pae. 2.101
]ος αὐδάν Pae. 4.3
κελ]άδησαν αὐδάν Pae. 7.17
μελίφρονι αὐδ[ᾷ (sc. of the Keledones, q. v.: “hiatus notabilis” Snell) Pae. 8.78 -
20 Ἕκτωρ
1ὃς Ἕκτορα σφᾶλε, Τροίας ἄμαχον ἀστραβῆ κίονα O. 2.81
ἐν Τροίᾳ μὲν Ἕκτωρ Αἴαντος ἄκουσεν N. 2.14
λέγεται μὰν Ἕκτορι μὲν κλέος ἀνθῆσαι Σκαμάνδρου χεύμασιν ἀγχοῦ N. 9.39
τίνες Κύκνον, τίνες Ἕκτορα πέφνον; I. 5.39μαχατὰν αἰνέων Μελέαγρον, αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα Ἀμφιάρηόν τε I. 7.32
Τροίας ἶνας ἐκταμὼν δορί Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον Ἕκτορά τ' ἄλλους τ ἀριστέας (sc. Ἀχιλλεύς) I. 8.55 ]Ἕκτορι χαλ[κ Δ. 4a. 3.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χαρχαλεύω — Ν ψαχουλεύω, ψάχνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από τη λ. χηλή* / χαλά, μέσω ενός τ. *χαλ χάλι (με αναδίπλωση) < *χαλ χαλεύω < χαρχαλεύω (με ανομοίωση του λ σε ρ ), ενώ, κατ άλλη άποψη, πρόκειται για ηχομιμητική λ.] … Dictionary of Greek
Γκρίνεβαλντ, Ματίας — (Matthias Grunewald, Βίρτσμπουργκ περ. 1475 – Χαλ 1528). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο τουΓερμανού ζωγράφου Ματίας Γκότχαρτ Νάιτχαρτ (Gothart Neithart). Ελάχιστες πληροφορίες υπάρχουν για τη ζωή του. Το πρώτο βεβαιωμένο έργο του, που χρονολογείται στο… … Dictionary of Greek
αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… … Dictionary of Greek
αποδημία — H μετανάστευση· η μετακίνηση από έναν τόπο σε έναν άλλο. (Θρησκ.) Α. ονομάζεται στη θρησκευτική ορολογία η ομαδική μετάβαση των πιστών για προσκύνημα σε τόπους που θεωρούνται ιεροί. Γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα και αποτελεί κοινό έθιμο σε… … Dictionary of Greek
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek
ιλαρός — ή, και ά, ό (ΑΜ ἱλαρός, ά, όν) 1. χαρούμενος, εύθυμος 2. το ουδ. ως ουσ. το ιλαρό(ν) η ιλαρότητα νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ιλαρά εξανθηματικό μολυσματικό νόσημα που προκαλείται από διηθητό ιό μσν. καλοπροαίρετος αρχ. (για αίμα) αυτός που σφύζει 2 … Dictionary of Greek
καβάλα — Πόλη (υψόμ. 53 μ., 58.663 κάτ.) και λιμάνι της Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Κ. και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη αμφιθεατρικά –ο αρχικός πυρήνας της πόλης είναι χτισμένος σε δύο λόφους, που τους ενώνει το παλιό μνημειώδες… … Dictionary of Greek
κυνόδοντας — ο (Α κυνόδους, οντος) καθένα από τα δόντια τών θηλαστικών, τέσσερα στον άνθρωπο, τα οποία βρίσκονται μεταξύ τών τομέων και τών προγομφίων αρχ. 1. δόντι δηλητηριωδών ερπετών («γλῶσσαν δὲ καταπρίει κυνόδοντι», Νικ.) 2. δόντι πριονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
λαγαρός — ή, ό θηλ. και ά (AM λαγαρός, ά, όν) 1. χαλαρός, άτονος («καὶ ἡ χέλυς... λαγαροὺς περιβέβληται κύκλους», Φιλόστρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λαγαρά οι λαγόνες, τα μαλακά μέρη τού σώματος που βρίσκονται κάτω από τα πλευρά («τὰ κάτωθεν τῶν… … Dictionary of Greek
λιμάνι — Προστατευμένη φυσική ή τεχνητή περιοχή σε παραλία, σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή των πλοίων, όπου μέσω λιμενικών εγκαταστάσεων, τα πλοία έχουν τη δυνατότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, μεταφοράς επιβατών,… … Dictionary of Greek
παρεμπρός — και παραμπρός επιρρ. λίγο πιο μπροστά («έπειτα προβαίνοντας παραμπρός εύρον μίαν ευρυχωροτάτην πλατείαν», Αραβ. Μύθ. Χαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εμπρός / μπρος] … Dictionary of Greek