1 χαριτευν
Древнегреческо-русский словарь > χαριτευν
χαριτόεις — εσσα, εν, και ιων. τ. ουδ. χαριτεῡν Α χαρίεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek