-
1 χαροποτης
См. также в других словарях:
χαροπότης — brightness of eye fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαροπότης — ητος, ἡ, ΜΑ βλ. χαρωπότητα … Dictionary of Greek
χαροπότητα — χαροπότης brightness of eye fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαροπότητι — χαροπότης brightness of eye fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαροπότητος — χαροπότης brightness of eye fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρωπότητα — η / χαροπότης, ότητος, ΝΜΑ [χαρωπός / χαροπός] νεοελλ. η ιδιότητα τού χαρωπού μσν. αρχ. (για τα μάτια) λαμπρότητα, λάμψη … Dictionary of Greek