-
1 χαμαιτυπέω
A to be a prostitute, D.Chr.33.60.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαμαιτυπέω
-
2 χαμαιτυπεῖον
χᾰμαιτῠπ-εῖον, τό,A brothel, Phld.Rh.2.281S., Ph.2.228, Luc.DMort. 10.11, Nigr.22, Jul.Or.6.186d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαμαιτυπεῖον
-
3 χαμαιτύπη
χᾰμαιτῠπ-η, ἡ,A harlot, strumpet, Timocl.22.2, Men.879, Sam. 133, Theopomp.Hist.217 codd.Ath. ( χαμαιτύπους codd. Plb.), Phld.Rh.1.236S., Ph.2.48, Plu.2.5b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαμαιτύπη
-
4 χαμαιτυπής
χᾰμαιτῠπ-ής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαμαιτυπής
-
5 χαμαιτυπία
χᾰμαιτῠπ-ία, ἡ,A whoredom, Alciphr.3.64, Man. 4.353.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαμαιτυπία
-
6 χαμαιτυπίς
A = χαμαιτύπη, rejected by Thom.Mag. p.400R.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαμαιτυπίς
См. также в других словарях:
πορνείο — το / πορνεῑον, ΝΜΑ οίκος ανοχής, χαμαιτυπείο, κν. μπορδέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + κατάλ. εῖον (πρβλ. χαμαιτυπ είον)] … Dictionary of Greek
χαμεταιρίς — ίδος, ἡ, Α χαμεταίρα*, πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμεταίρα + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. χαμαιτυπ ίς)] … Dictionary of Greek