-
61 χαλεπάς
-
62 χαλεπᾶς
-
63 χαλεπή
-
64 χαλεπῇ
-
65 χαλεπήι
χαλεπῇ, χαλέπτωoppress: aor subj pass 3rd sgχαλεπῇ, χαλεπόςdifficult: fem dat sg (attic epic ionic) -
66 χαλεπῆι
χαλεπῇ, χαλέπτωoppress: aor subj pass 3rd sgχαλεπῇ, χαλεπόςdifficult: fem dat sg (attic epic ionic) -
67 χαλεπήισι
χαλεπῇσι, χαλέπτωoppress: aor subj pass 3rd sg (epic)χαλεπῇσι, χαλεπόςdifficult: fem dat pl (epic ionic) -
68 χαλεπῆισι
χαλεπῇσι, χαλέπτωoppress: aor subj pass 3rd sg (epic)χαλεπῇσι, χαλεπόςdifficult: fem dat pl (epic ionic) -
69 χαλεπήισιν
χαλεπῇσιν, χαλέπτωoppress: aor subj pass 3rd sg (epic)χαλεπῇσιν, χαλεπόςdifficult: fem dat pl (epic ionic) -
70 χαλεπῆισιν
χαλεπῇσιν, χαλέπτωoppress: aor subj pass 3rd sg (epic)χαλεπῇσιν, χαλεπόςdifficult: fem dat pl (epic ionic) -
71 χαλεπής
-
72 χαλεπῆς
-
73 χαλεπήσι
-
74 χαλεπῇσι
-
75 χαλεπήσιν
χαλέπτωoppress: aor subj pass 3rd sg (epic)——————χαλέπτωoppress: aor subj pass 3rd sg (epic)χαλεπόςdifficult: fem dat pl (epic ionic) -
76 χαλεπαίς
-
77 χαλεπαῖς
-
78 χαλεποίν
-
79 χαλεποῖν
-
80 χαλεποίο
См. также в других словарях:
χαλεπός — difficult masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπός — ή, ό / χαλεπός, ή, όν, ΝΜΑ δύσκολος, δυσχερής, αυτός τού οποίου η αντιμετώπιση παρουσιάζει πολλές δυσκολίες (α. «έρχονται χαλεποί καιροί» β. «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί», ΚΔ γ. «χαλεπὸν ὁ βίος», Ξεν. δ. «χαλεποὶ δὲ θεοὶ… … Dictionary of Greek
χαλεπός — ή, ό 1. δύσκολος: Το έργο αυτό είναι χαλεπό. 2. κοπιώδης, επίπονος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλεπά — χαλεπός difficult neut nom/voc/acc pl χαλεπά̱ , χαλεπός difficult fem nom/voc/acc dual χαλεπά̱ , χαλεπός difficult fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπώτερον — χαλεπός difficult adverbial comp χαλεπός difficult masc acc comp sg χαλεπός difficult neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπωτάτω — χαλεπός difficult masc/neut nom/voc/acc superl dual χαλεπός difficult masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπωτάτων — χαλεπός difficult fem gen superl pl χαλεπός difficult masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπωτέραις — χαλεπός difficult fem dat comp pl χαλεπωτέρᾱͅς , χαλεπός difficult fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπωτέρω — χαλεπός difficult masc/neut nom/voc/acc comp dual χαλεπός difficult masc/neut gen comp sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπωτέρων — χαλεπός difficult fem gen comp pl χαλεπός difficult masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπῶν — χαλεπός difficult fem gen pl χαλεπός difficult masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)