-
21 χαλεπωτάταις
χαλεπόςdifficult: fem dat superl pl -
22 χαλεπωτάτην
χαλεπόςdifficult: fem acc superl sg (attic epic ionic) -
23 χαλεπωτάτης
χαλεπόςdifficult: fem gen superl sg (attic epic ionic) -
24 χαλεπωτάτοις
χαλεπόςdifficult: masc /neut dat superl pl -
25 χαλεπωτάτοισιν
χαλεπόςdifficult: masc /neut dat superl pl (epic ionic aeolic) -
26 χαλεπωτάτου
χαλεπόςdifficult: masc /neut gen superl sg -
27 χαλεπωτάτους
χαλεπόςdifficult: masc acc superl pl -
28 χαλεπωτέρη
χαλεπόςdifficult: fem nom /voc comp sg (epic ionic) -
29 χαλεπωτέρην
χαλεπόςdifficult: fem acc comp sg (epic ionic) -
30 χαλεπωτέροις
χαλεπόςdifficult: masc /neut dat comp pl -
31 χαλεπωτέρου
χαλεπόςdifficult: masc /neut gen comp sg -
32 χαλεπωτέρους
χαλεπόςdifficult: masc acc comp pl -
33 χαλεπωτέρως
χαλεπόςdifficult: masc acc comp pl (doric) -
34 χαλεπέ
χαλεπόςdifficult: masc voc sg -
35 χαλεπή
χαλεπόςdifficult: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
36 χαλεπήν
χαλεπόςdifficult: fem acc sg (attic epic ionic) -
37 χαλεπώ
χαλεπόςdifficult: masc /neut nom /voc /acc dual -
38 χαλεπώς
χαλεπόςdifficult: masc acc pl (doric) -
39 χαλεπώταται
χαλεπόςdifficult: fem nom /voc superl pl -
40 χαλεπώτατε
χαλεπόςdifficult: masc voc superl sg
См. также в других словарях:
χαλεπός — difficult masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπός — ή, ό / χαλεπός, ή, όν, ΝΜΑ δύσκολος, δυσχερής, αυτός τού οποίου η αντιμετώπιση παρουσιάζει πολλές δυσκολίες (α. «έρχονται χαλεποί καιροί» β. «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί», ΚΔ γ. «χαλεπὸν ὁ βίος», Ξεν. δ. «χαλεποὶ δὲ θεοὶ… … Dictionary of Greek
χαλεπός — ή, ό 1. δύσκολος: Το έργο αυτό είναι χαλεπό. 2. κοπιώδης, επίπονος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλεπά — χαλεπός difficult neut nom/voc/acc pl χαλεπά̱ , χαλεπός difficult fem nom/voc/acc dual χαλεπά̱ , χαλεπός difficult fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπώτερον — χαλεπός difficult adverbial comp χαλεπός difficult masc acc comp sg χαλεπός difficult neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπωτάτω — χαλεπός difficult masc/neut nom/voc/acc superl dual χαλεπός difficult masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπωτάτων — χαλεπός difficult fem gen superl pl χαλεπός difficult masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπωτέραις — χαλεπός difficult fem dat comp pl χαλεπωτέρᾱͅς , χαλεπός difficult fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπωτέρω — χαλεπός difficult masc/neut nom/voc/acc comp dual χαλεπός difficult masc/neut gen comp sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπωτέρων — χαλεπός difficult fem gen comp pl χαλεπός difficult masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπῶν — χαλεπός difficult fem gen pl χαλεπός difficult masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)