-
81 ενεργος
21) работающий, занятый(δικασταί Plat.)
ἐ. εἶναι βουλόμενος Hom., Plut. — ищущий работы;ἐ. γενέσθαι περί τι Polyb. — быть занятым чем-л2) деятельный, боеспособный, неутомимый(στράτευμα Xen.; ὑσσοί Polyb.)
3) подвижный, живой(ζῷα Xen.)
4) стремительный, быстрый(πορεία Polyb.)
5) годный, исправный, в отличном состоянии(νῆες Thuc.; πελέκεις Diod.)
6) годный для обработки, плодородный(χώρα, γῆ Xen.; τόποι Arst.; πεδίον Plut.)
7) производительный, дающий доход(χρήματα Dem.)
8) питательный(τροφή Arst.)
-
82 εννυκτερευω
-
83 ενολισθαινω
(aor. 2 ἐνώλισθον) соскальзывать, оползать, проваливаться(ἥ χώρα χάσμασιν ἐνώλισθε Plut.)
-
84 εντιμος
21) (высоко) ценимый, ценный(νόμισμα Plat.; ἀγαθά Arst.)
τὰ τῶν θεῶν ἔντιμα Soph. — угодное богам2) чтимый, почитаемый, уважаемый(τινι Soph. и παρά τινι Plat.)
οἱ ἔντιμοι Xen., Arst. — знатные люди, знать3) почетный(χώρα Plat.; τάξις Plut.)
4) почтительныйκλέος καὴ ἔ. λόγος Plat. — слава и честь
-
85 επισκοτος
-
86 επιστρατευω
1) отправляться в поход, идти войной(τινί Eur., Arph., Thuc., Xen. и ἐπί τινα Arst.; ἐπὴ τέν χώραν Plat., Dem.; πατρίδα τινός Soph.; πόλιν τινά Eur.; εἰς Θετταλίαν Aeschin.; med.: ἐπ΄ Αἴγυπτον Her.; χώρᾳ τινι Xen., Plat.)
2) med. воевать, бороться(διπλοῦν πῆμα Eur.)
3) med. нападать -
87 επιτευκτικος
31) способный достичь, могущий выполнить(ἕξις τῶν βελτίστων ἐ. Arst.)
2) достигающий цели, преуспевающий(ζῆλος Polyb.)
3) доступный, удобопроходимый, благоприятный(χώρα Polyb.)
-
88 εποικεω
1) селиться, населять, жить(ἐν τῇ Ἀσίῃ Xen.)
2) колонизовать, заселять(Κυκλάδας Eur.)
3) воен. занимать (в качестве операционной базы)ἡ Δεκέλεια φρουραῖς τῇ χώρᾳ ἐπῳκεῖτο Thuc. — Декелея была занята (спартанскими) гарнизонами (расположившимися) против страны (афинян)
-
89 εργατησιος
-
90 ερημος
I2 и 3, атт. тж. ἔρημος 21) пустынный, безлюдный(νῆσος Hom.; πάγος Aesch.; λιμήν Thuc.)
ὅ ἀγὼν οὗτος ἐρημότερος γεγένηται ἢ ἐγὼ προσεδόκων Lys. — в этом процессе оказалось меньше участников, чем я предполагал2) покинутый, брошенный(ἐ. κἄφιλος ἀνήρ Soph.)
τὰ ἐρῆμα (sc. πρόβατα) φοβεῖται Hom. — брошенные (пастухом овцы) разбегаются;ἐ. πλάνος Soph. — одинокое скитание3) ( о животных) одиноко живущий (не стаями)(ὄρνιθες Plut.)
4) лишенный, не имеющий(συμμάχων Her., Plut.; πατρὸς καὴ μητρός Plat.; πάντων Plut.)
ἐ. πρὸς φίλων Soph. — лишенный друзей, без друзей;ἀνδρῶν κακῶν ἔρημον τέν πόλιν ποιεῖν Plat. — избавить государство от дурных людей5) юр. не имеющий наследников, выморочный(κλῆροι Isae.)
6) юр. решаемый в отсутствие обвиняемого или ответчика, заочный(δίκη Dem.; καταδίκη Plut.)
ἐρήμῃ δίκῃ θάνατον καταγιγνώσκειν τινός Thuc. — заочно вынести кому-л. смертный приговорIIатт. тж. ἔρημος ἥ (sc. χώρα) пустыня, безлюдная местность Her. etc. -
91 Ερυθραια
ἡ (sc. χώρα) Эритрея ( область города Ἐρυθραί Thuc.) -
92 Ερυκινη
-
93 Εσπεριτις
-
94 εσχατευω
(только part.) находиться с краю(χώρα ἐσχατεύουσα τῆς Ἀρκαδίας Polyb.; ἐσχατεύοντες τόποι Arst.)
ὅταν πλεονάσας ὅ Νεῖλος πλησιάσῃ τοῖς ἐσχατεύουσι Plut. — когда вздувшийся Нил приблизится к окраинам (Египта) -
95 ευανδρος
-
96 ευβοηθητος
-
97 ευγειος
-
98 ευγενης
эп. εὐηγενής 21) славного происхождения, родовитый, знатный(ἄνδρες, ῥίζα, δόμος Eur.; γυνή Aesch., Plut.)
τὸ ἐστίχθαι εὐγενὲς κέκριται Her. — татуировка считается (у фракийцев) признаком знатности2) благородный, возвышенный(φύσις Soph.; παιδεία Plut.)
3) хорошей породы, породистый(λέων Aesch.; ἵππος Soph.; ζῷον Arst.; ὄρνιθες Polyb.)
4) отличный, плодородный(χώρα Plut.)
5) красивый, прекрасный(πρόσωπον Eur.)
-
99 ευεμβολος
-
100 ευερκης
См. также в других словарях:
χώρα — χώρᾱ , χώρα space fem nom/voc/acc dual χώρᾱ , χώρα space fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώρᾳ — χώρᾱͅ , χώρα space fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… … Dictionary of Greek
χώρα — η 1. τμήμα της επιφάνειας της γης, κράτος: Η Γαλλία είναι μια μεγάλη χώρα της Ευρώπης. 2. ως κύρ. όν., Xώρα συνήθ. ο μεγαλύτερος οικισμός νησιού που αποτελεί και την πρωτεύουσά του. 3. ορισμένο μέρος της επιφάνειας του σώματος που αντιστοιχεί σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χώρα — Sp Chorà Ap Χώρα/Chora L PV Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Χώρα Γαϊτσών — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμών, του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κέντρου … Dictionary of Greek
Χώρα Σφακίων — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 80 μ.), στην πρώην επαρχία Σφακίων, του νομού Χανίων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (46 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν ο οικισμός Κομιτάδες (υψόμ. 200 μ.) και η Βριτομάρτις. Η X.Σ. σήμερα είναι μικρό χωριό, άλλοτε όμως… … Dictionary of Greek
Βάσκων, χώρα των- — (βασκ. Euskadi, ισπαν. Pais Vasco). Περιοχή των δυτικών Πυρηναίων, μοιρασμένη μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας, που διαφέρει από τις άλλες για την εθνική ιδιορρυθμία του πληθυσμού της, ο οποίος στην απόλυτη πλειοψηφία του είναι Βάσκοι. Οι γαλλικές… … Dictionary of Greek
Μεγάλη Χώρα — Sp Megãli Chorà Ap Μεγάλη Χώρα/Megali Chora L V Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Άνω Χώρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.060 μ., 404 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Αποτελεί έδρα του δήμου Αποδοτίας … Dictionary of Greek
Έξω Χώρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 160 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού, στις δυτικές πλαγιές του βουνού Βραχιώνας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελατίων του νομού Ζακύνθου … Dictionary of Greek