-
1 δην
-
2 αγδην
-
3 αμβολαδην
-
4 αναβαδην
-
5 αριστινδην
(ἐπιλέγεσθαι Isocr.; ἀπομερίζεσθαι Plat.; αἱρεῖσθαι Arst., Dem., Polyb.; ἀποδεικνύναι τοὺς ἄρχοντας Plut.)
-
6 βαδην
-
7 βρυγδην
adv. досл. вцепившись зубами, перен. ( об осьминоге) впившись(πλέξασθαι ὀκτατόνους ἕλικας Anth.)
-
8 ελιγδην
-
9 επιλιγδην
adv. поверхностно (по коже), слегка(ἄκρον ἐ. ἅπτεσθαι Luc.)
βλῆτο ὦμον δουρὴ ἄκρον ἐ. Hom. — он был чуть оцарапан в плечо копьем -
10 επιστολαδην
-
11 καταβαδην
(βᾰ) adv. спускаясь внизἀναβάδην ποιεῖς ἐξὸν κ. Arph. — ты сочиняешь, карабкаясь наверх, тогда как можно (делать это) внизу (ирон. о творчестве Эврипида)
-
12 καταχυδην
-
13 κληδην
-
14 λαγδην
-
15 λογαδην
adv.1) с (тщательным) отбором(φέρειν λίθους Thuc.)
λ. ἱππεῖς Plut. — отборные всадники2) собирая в кучуἔρυμα λίθοις λ. διὰ ταχέων ὀρθοῦν Thuc. — наспех соорудить укрепление из собранных камней
-
16 λυγδην
-
17 μεταδρομαδην
-
18 μινυνθα
-
19 ξυλληβδην
adv.1) в сжатом виде, одним словом(πάντα μαθεῖν Aesch.)
2) в собранном виде, сразу, в целом(ἀγαθὰ ἅπαντά τινι φέρειν Arph.)
οὐ κατὰ σμικρόν, ἀλλὰ σ. Plat. — не постепенно, а сразу3) в общем виде, вообще(ἐρωτᾶν Xen.)
-
20 ομαρτηδην
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δην — δήν (δωρ. τ.) δάν ή δοάν επίρρ. (Α) 1. επί μακρό χρόνο, επί πολύ 2. προ πολλού χρόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δην, όπως εξάλλου και η αντίθετη της πλην (με αμάρτ. σημασία «κοντά», πρβλ. πλησίον), είναι η αιτιατική ενός ονόματος με ρίζα *δFā < ΙΕ *dwā… … Dictionary of Greek
δήν — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δἦν — ἐ̄ν , ἐν in proclitic indeclform (prep) ἐ̄ν , εἰς into doric aeolic (proclitic indeclform prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δῆν — δέω 1 bind pres inf act (epic doric) δέω 2 lack pres inf act (epic doric) δεῖ there is need pres inf act (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλέβδην — κλέβδην, δωρ. τ. κλέβδαν (Α) επίρρ. κρυφά, με κλοπή, κλεφτά, λάθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κλέπ δην με ηχηροποίηση τού π προ τού ηχηρού δ < θ. κλεπ τού κλέπτω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. άρ δην, φύρ δην)] … Dictionary of Greek
επισπάδην — ἐπισπάδην (Α) επίρρ. μονορούφι («ἤν... πίῃ αὐτοῡ ἐπισπάδην πολλόν», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επισπάω «σύρω πίσω μου, πίνω» + επίθημα δην (πρβλ. βά δην, συστά δην)] … Dictionary of Greek
κατακρύβδην — (Α) επίρρ. κρυφά, λαθραία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κατα κρυβ τού κατακρύπτω «κρύβω κάτι εντελώς» (πρβλ. παθ. αόρ. β κατ ε κρύβ ην) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. συλλήβ δην, φύρ δην)] … Dictionary of Greek
κατατμήδην — (Μ) επίρρ. σε κομμάτια, κομματιαστά, ξεχωριστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κατα τμη τού κατατέμνω «κατακομματιάζω», πρβλ. μέλλ. κατα τμή σω + επιρρμ. κατάλ. δην, (πρβλ. κλή δην, σύρ δην)] … Dictionary of Greek
κρύβδην — και κρύβδα και κρυβη και κρυβήν δωρ. τ. κρύβδαν (Α) επίρρ. κρυφά, μυστικά, χωρίς να ξέρει κάποιος («εἰς τὸ τοῡ Απόλλωνος ἱερὸν ἐλθοῡσαι φερόντων ψῆφον κρύβδην», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρύβδην < θ. κρυβ (< θ. κρυπτ τού κρύπτω, που εμφανίζει… … Dictionary of Greek
λείβδην — (Α) επίρρ. κατά σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειβ τού λείβω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην, φύγ δην)] … Dictionary of Greek
λύγδην — (Α) (ποιητ. επίρρ.) με λυγμούς, με αναφιλητά, με αναστεναγμούς («τοιαῡτ ἐπ ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι λύγδην ἔκλαον πάντες», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. θ. λυγ (πρβλ. λύζω, λυγμός) + επιρρμ. κατάλ. δην (προβλ. κρύβ δην, φύρ δην)] … Dictionary of Greek