-
1 χαλκευμα
- ατος τό медное (бронзовое) изделиеδύσλυτα χαλκεύματα Aesch. — неразрывные оковы;
περιβαλεῖν χαλκεύματι Aesch. — настигнуть (кого-л.) мечом -
2 χάλκευμα
τό1) изделие из меди; 2) перен. фальшивка
См. также в других словарях:
χάλκευμα — το, ΝΑ [χαλκεύω] καθετί το κατασκευασμένο από χαλκό νεοελλ. μτφ. συκοφαντία, σκευωρία, μηχανορραφία αρχ. στον πληθ. τὰ χαλκεύματα δεσμά από χαλκό … Dictionary of Greek
χάλκευμα — το, ατος 1. χάλκωμα. 2. ψευδολογία, συκοφαντία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλκεύμασι — χάλκευμα anything made of brass neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκεύμασιν — χάλκευμα anything made of brass neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκεύματι — χάλκευμα anything made of brass neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκεύματος — χάλκευμα anything made of brass neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)