-
1 χάτεροι
-
2 χἄτεροι
См. также в других словарях:
χἄτεροι — ἅτεροι , ἅτερος sṃ masc nom/voc pl (doric) ἕτεροι , ἕτερος D Mort. masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενεχυράζω — ἐνεχυράζω (Α) [ενέχυρον] 1. παίρνω ως ενέχυρο («μήτε ἐνεχυράσαι μήτε λαμβάνειν ἕτερον ἑτέρου», Δημ.) 2. μέσ. παίρνω ασφάλεια, ασφαλίζομαι για κάτι («χἄτεροι τόκου ἐνεχυράσασθαί φασιν», Αριστοφ.) 3. παθ. φρ. «ένεχυράζομαι τά χρήματα» μού παίρνουν… … Dictionary of Greek