-
1 χώρος
[хорос] ουσ. а. пространство, место ουσ. а. жандарм,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χώρος
-
2 пространство
-а ουδ.1. χώρος, διάστημα•пространство и время пространство основные формы существования материи ο χώρος και ο χρόνος είναι οι δυο βασικές μορφές της ύπαρξης της ύλης•
воздушное пространство εναέριος χώρος•
безвоздушное пространство το κενόν αέρα•
мировое пространство το Διάστημα.
2. μέρος εδάφους• έκταση•свободное пространство между дверью и окном ελεύθερος χώρος μεταξύ πόρτας και παραθύρου.
3. παλ. διάστημα•пространство времени το χρονικό διάστημα.
εκφρ.боязнь -а – αγοραφοβία•жизненное пространство – ζωτικός χώρος. -
3 территория
η επικράτεια, το έδαφοςο χώροςη περιοχήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > территория
-
4 пространство
пространствос ὁ χώρος, τό διάστημα/ ἡ ἔκταση [-ις] (протяжение):\пространство и время ὁ χώρος καί ὁ χρόνος· воздушное \пространство ὁ ἐναέριος χώρος· безвоздушное \пространство τό κε-νό[ν]· жизненное \пространство ὁ ζωτικός χώρος· мертвое \пространство воен. τό ἀπυρόβλητο[ν]· боязнь \пространствоа мед. ἡ ἀγοραφοβία. -
5 место
1. (пространство, местность) о τόπος, το μέρος, ο χώρος 2. (пункт, пространство) το σημείο, το μέρος, ο χώρος, ο τόπος, η θέση. видимое астр. - ορατό -геометрическое - точек прикосновения η γεωμετρική θέση των σημείων επαφήςдействительное (нвг.) - πραγματικό -истинное астр. - πραγματικό -посадочное (маш.мех.) - εφαρμογήςсидячее (трансп.) - το κάθισμαспальное - мор. η κλίνηсреднее - астр. μέσο -3. (отдельная часть багажа, груза) η θέση 4. (положение, должность, служба, вакансия) η θέση, το πόστο 5. мед.детское - о πλακούς, ο πλακούνταςτο ύστερο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > место
-
6 жилплощадь
1. (помещение для жилья) о χώρος κατοικίαςτο διαμέρισμα2. (жилая площадь) η κατοικία σε τετραγωνικά μέτραο κατοικίσιμος χώροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > жилплощадь
-
7 плато
I.геогр. το (μικρό) οροπέδιο.II.(кинематографическое) о χώρος κινηματογράφησηςο χώρος λήψης/γυ-ρίσματος (των σκηνών σε κινηματογραφικό στούντιο), το πλατό (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плато
-
8 тамбур
1. ж.-д. η εξέδρα του βαγονιού, ο διάδρομος/η εξέδρα επικοινωνίας των οχημάτων/βαγονιών 2. арх. о σπόνδυλος του κίονα 3. (пристройка у входных дверей, предохраняющая от проникновения в помещение наружного воздуха) о κλειστός χώρος μεταξύ εξωτερικής και εσωτερικής θύρας/πόρτας (του σπιτιού, της κατοικίας), ο χώρος εισόδου, ο προθάλαμοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тамбур
-
9 баня
-
10 ванная
ванная ж το λουτρό, το μπάνιο (χώρος)" номер с\ваннаяой το δωμάτιο με λουτρό* * *жτο λουτρό, το μπάνιο (χώρος)но́мер с ва́нной — το δωμάτιο με λουτρό
-
11 помещение
помещение с о χώρος* η αίθουσα (для собрания) жилое \помещение το οίκημα, το σπίτι* * *сο χώρος; η αίθουσα ( для собрания)жило́е помеще́ние — το οίκημα, το σπίτι
-
12 пространство
пространство с η έκταση· το διάστημα (космическое) · безвоздушное \пространство το κενό' воздушное \пространство ο εναέριος χώρος* * *сη έκταση; το διάστημα ( космическое)безвозду́шное простра́нство — το κενό
возду́шное простра́нство — ο εναέριος χώρος
-
13 площадь
площадьж1. (пространство) ἡ ἐπιφάνεια, ὁ χῶρος, ἡ ἔκταση / мат τό ἐμβαδόν:жилая \площадь ὁ κατοικήσιμος χώρος· посевная \площадь ἡ σπαρμένη ἐπιφάνεια, οἱ καλλιεργήσιμες ἐκτάσεις· \площадь кру́га τό ἐμβαδόν τ<Λ5 κύκλου·2. (место) ἡ πλατεία:базарная \площадь ἡ πλατεία τής ἀγοράς, ἡ ἀγο-ρά Кра́сная \площадь ἡ Κόκκινη πλατεία. -
14 помещение
помещениес1. ἡ αίθουσα, ὁ χώρος, τό οίκημα:большое \помещение μεγάλη αίθουσα, μεγάλος χώρος·2. (действие) ἡ τοποθέτηση[-ις], ἡ ἐγκατάσταση [-ις], ἡ ἐπένδυσις (капитала) / ἡ κατάθεση (в банк, в сберкассу) I ἡ καταχώρηση, ἡ δημοσίευση [-ις] (статьи и т. п.). -
15 event space
= sample space; sample description spaceFrench\ \ espace épreuves; espace échantillon; espace des échantillons; espace des événementsGerman\ \ Ereignisraum; StichprobenraumDutch\ \ gebeurtenissenruimte; steekproefruimteItalian\ \ spazio dell'evento; espacio de los eventos; spazio del campioneSpanish\ \ espacio muestralCatalan\ \ espai mostralPortuguese\ \ espaço dos acontecimentos; espaço-amostra; espaço amostralRomanian\ \ -Danish\ \ udfaldsrumNorwegian\ \ utfallsrom; sampelromSwedish\ \ utfallsrumGreek\ \ Ο χώρος εκδηλώσεων; δειγματικός χώρος; δείγμα χώρο περιγραφήFinnish\ \ otosavaruusHungarian\ \ eseménytér; minta helyeTurkish\ \ olay uzayı; örnek uzayı; örnek niteleme uzayıEstonian\ \ sündmuste ruum; valimruumLithuanian\ \ įvykių erdvė; baigčių erdvėSlovenian\ \ prostor vzorcevPolish\ \ przestrzeń zdarzeń; przestrzeń próbyRussian\ \ пространство событий; выборочное пространство; пространство выборок; описание выборочного пространстваUkrainian\ \ простір вибіркиSerbian\ \ простор догађаја; простор узорка; простор описа узоркаIcelandic\ \ úrtaksrúm; útkomurúmEuskara\ \ lagin-espazioFarsi\ \ f zaye pisham dPersian-Farsi\ \ فضاي نمونهArabic\ \ فضاء الحدث؛ فضاء المعاينةAfrikaans\ \ gebeurtenisruimte; steekproefruimteChinese\ \ 事 件 空 间; 样 本 空 间Korean\ \ 표본공간 -
16 жилплощадь
-и θ.ο κατοικούμενος χώρος, η κατοικία σε τετραγωνικά μέτρα• ο κατοικήσιμος χώρος. -
17 место
-а, πλθ. места, мест ουδ.1. τόπος, μέρος• χώρος•рабочее место τόπος της δουλειάς•
общественное место δημόσιος χώρος•
место назначения τόπος προσδιορισμού•
место рождения τόπος γένησης•
глухое место έρημο (απόκεντρο) μέρος•
прибыть на место φτάνω στο μέρος.
2. θέση•уступить место παραχωρώ τη θέση•
положить на место βάζω στη θέση.
|| θέση υπηρεσιακή•быть без -а είμαι χωρίς θέση.
3. περικοπή, περίοδος, χωρίο.4. -а πλθ. επαρχία, ύπαιθρος• περιφέρεια.5. βαθμίδα•занимать первое место в соревновании παίρνω την πρώτη θέση στην άμιλλα.
6. αντικείμενο, πράγμα αποσκευών.εκφρ.место заключения – τόπος εγκάθειρξης, φυλακή•к -у ή у -а – πάνω στην ώρα, στον κατάλληλο χρόνο ή στιγμή•не к -у ή не у -а – σε ακατάλληλη ώρα σε ακατάλληλο τόπο και χρόνο•на своём -е – στη θέση του (όπου μπορεί να αποδόσει περισσότερο)•на -е преступления – στον τόπο του εγκλήματος, επ αυτοφόρω, στα πράσα•на -е кого – στη θέση κάποιου•на -е уложить (положить, убить) φονεύω επι τόπου•поставить на (своё) место кого ή указать место кому – βάζω κάποιον στη θέση του (επιτ ιμώ παρεκτρεπό-μενο)•сердце (душа) не на -е – σπάραξε η καρδιά (από φόβο)•не находить (себе) -а – δε με χωρά ο τόπος (ανησυχώ υπερβολικά)•с -а (брать, взять) – αμέσως, χωρίς καθυστέρηση•ни с -а – α) ούτε ρούπι, καθόλου μην (το κουνήσεις), β) μτφ. σημειωτό βήμα, στάσιμος•по -ам! – (παράγγελμα) στις θέσεις σας!•- а общего пользования – μέρη κοινής χρήσης (κουζίνα, αφοδευτήρια κ.τ.τ.). -
18 площадка
-и θ.1. πλατεία μικρή• γηπεδάκι• πίστα, στίβος κονίστρα•спортивная площадка αθλητικό γήπεδο•
танцевальная площадка πίστα χορού•
орудииная площадка τηλεβολοστάσιο.
|| χώρος επίπεδος•строительная площадка χώρος οικοδομής•
на лестнице πλατύσκαλο, πλατύβαθμο, κλιμακτήρας.
2. εξέδρα.3. πλατειΐτσα βαγονιού. -
19 площадь
-и, γεν. πλθ. -и θ.1. πλατεία•красная площадь в Москве η Κόκκινη πλατεία της Μόσχας•
рыночная (базарная) площадь η πλατεία της αγοράς ή του παζαριού.
2. επιφάνεια, έκταση, χώρος•посевные -и σπαρμένες ή καλλιεργημένες εκτάσεις•
жилая площадь κατοικήσιμος (οικοδομήσιμος) χώρος.
|| εμβαδόν•площадь круга εμβαδόν του κύκλου.
-
20 садок
-дка α.1. ιχθυοτροφείο τεχνητό. || χώρος διατήρησης αλιευμένων ζωντανών ψαριών• βιβάρι.2. χώρος διατήρησης και πολλαπλασιασμός ζώων• βιβάρι•кроличий садок κονικλοτροφείο.
3. (κυνηγ.)• παγίδα•волчий λυκοπαγίδα.
См. также в других словарях:
Χῶρος — a definite space masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χῶρος — a definite space masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώρος — Για τη στοιχειώδη γεωμετρία, χ. είναι μια αυτονόητη έννοια και αποτελείται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να τοποθετηθούν νοερά τα άλλα, επίσης αυτονόητα, γεωμετρικά στοιχεία: σημεία, ευθείες, επίπεδα. Τα σύγχρονα όμως μαθηματικά… … Dictionary of Greek
χώρος — ο 1. έκταση που πιάνει κάτι είτε κατά τις δύο είτε κατά τις τρεις διαστάσεις του: Μετρούν το χώρο των αιθουσών του σχολείου. 2. ελεύθερη έκταση. 3. το απέραντο διάστημα, το άπειρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αινύρων χώρος — Τοποθεσία της Θάσου κατά την αρχαιότητα, στην ανατολική παραλία της, απέναντι από τη Σαμοθράκη. Κοντά σε αυτήν λειτουργούσαν μεταλλεία χρυσού, που κατά την παράδοση τα ανακάλυψαν οι Φοίνικες και τα οποία αναφέρει ο Ηρόδοτος. Σώζονται μερικά… … Dictionary of Greek
εργαστήριο — Χώρος με κατάλληλο εξοπλισμό για την εκτέλεση ορισμένων εργασιών ή διαδικασιών (με την έννοια αυτή ε. είναι και μια μικρή βιοτεχνία)· ειδικότερα, χώρος που εξοπλίζεται με τα κατάλληλα μέσα για την πραγματοποίηση πειραμάτων στα πεδία της… … Dictionary of Greek
πρόδομος — Χώρος στα σπίτια των αρχαίων, η πρώτη αίθουσα στην οποία έμπαινε ο επισκέπτης που ερχόταν από την αυλή. Oνομάζεται και προθάλαμος. Π. είχαν συνήθως τα σπίτια των Αθηναίων και Ρωμαίων που ήταν εύποροι. Ο π. αντιστοιχεί προς τον σύγχρονο διάδρομο,… … Dictionary of Greek
στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… … Dictionary of Greek
αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… … Dictionary of Greek
ιερό — Χώρος στον οποίο, όπως πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες, κάποια θεότητα εκδήλωνε την παρουσία της και δεχόταν εκεί τη λατρεία των πιστών. Η έννοια του ι. ήταν επίσης γνωστή και σε άλλους λαούς. Στην αρχαία ελληνική θρησκεία αποτελούσε εξέλιξη του… … Dictionary of Greek
παλαίστρα — Χώρος όπου υπήρχαν οι απαραίτητες εγκαταστάσεις για τα αγωνίσματα πάλης. H αρχαία ελληνική π., που συχνά αποτελούσε τμήμα του γυμνασίου (γυμναστηρίου), απαρτιζόταν από ένα περιστύλιο που περιέκλειε έναν τετράγωνο ή ορθογώνιο αμμοστρωμένο χώρο,… … Dictionary of Greek